πλανιάρω
Πλανιάρω (Ἰ. pianare) = λειαίνω διὰ πλάνης ξυλουργοῦ, ρυκανίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πλανιάρω: λειαίνω, (BEN. planàr ΙΤ. planare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πλανιάρω (Ἰ. pianare) = λειαίνω διὰ πλάνης ξυλουργοῦ, ρυκανίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πλανιάρω: λειαίνω, (BEN. planàr ΙΤ. planare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου