ινταγιάδο
σκαλισμένο. Σε καταγραφή του 1718 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Ένα εικόνισμα με προβάζα ινταγιάδα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἰνταγιάδο: σκαλισμένο, ( BEN. intagliare).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου