ιμπρόβερο (το)
βρίζω κάποιον, τον αποδοκιμάζω, τον κοροϊδεύω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἰμπρόβερο /ἀρχ./ (Ἰ. improvare-perare) = ἀποδοκιμάζω, λοιδωρῶ, ὑβρίζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βρίζω κάποιον, τον αποδοκιμάζω, τον κοροϊδεύω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἰμπρόβερο /ἀρχ./ (Ἰ. improvare-perare) = ἀποδοκιμάζω, λοιδωρῶ, ὑβρίζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης