ινβιδιάρω και ινβίδιο
παραβγαίνω με κάποιον τον συναγωνίζομαι και ινβίδιο = ο συναγωνισμός, η άμιλλα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἰνβ(ι)διάρω (Ἰ. invidiare) = συναγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι, παραβγαίνω.
Ἰνβίδιο /τὸ/ (Ἰ. invidio) = συναγωνισμός, ἀνταγωνισμός, ἅμιλλα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης