Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ι

ιντερέσο (το)

νιτερέσο = συμφέρον Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰντερέσο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. interesse) = συμφέρον, κέρδος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ιντζίρκα (επίρρ)

περίπου, πάνω κάτω. Σε προικοσύμφωνο του 1718 (καταργ, Νο 3 – Ιστορικά Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομαι: “Δυο κομμάτια αμπέλι εις τα μάρμαρα τζαπιών τριάντα πέντε ινζίρκα”.

ίντιμο (το)

ο εσωτερικός, ο απόκρυφος, τα εσώρουχα, τα απόκρυφα του ανθρώπου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἴντιμο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. intimo) = ἔνδον, σπλάγχνον, καρδιά, ἔριον ἐκλεκτὸν (ὄχι ἄκρες). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ίπουπας

αγριοκόκορας, έποψ Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

ιππόγλωσσο (το)

θεραπευτικό βοτάνι, κοινώς λαγομηλιά. Σε γιατροσοφικό βιβλίο του χωριού Πόρου βλέπομε: “Έβγαλε το ιππόγλωσσον και τρίψε την ρίζαν του, να γίνει σκόνη και δίνε του να πίνει με το νερό του εκείνος, οπού έχει σπάσιμον (αρχιδίων). Ακόμη, είτινος πονεί το κεφάλι του, ας πάρει τα κλωνάρια αυτής της βοτάνης, να . . . Περισσότερα

ἰσίλι

Ἰσίλι /τὸ/ (Λ. isola, isolato) = ἀγριόπαπια τοῦ εὐσωμοτέρου πολυχρώμου εἴδους, βασιλόπαπια, γκέσος.

ίσκα (η)

είδος μύκητα, λειχήνα, παράσιτο, σε κορμούς κυρίως δέντρων, που σε ξηρά κατάσταση τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα να “ανάβουν το τσακμάκι τους”.

ισκιόκαμα (το)

αρρώστια που παθαίνει όποιος κάθεται ιδρωμένος στον ίσκιο της συκιάς. Θεραπεύεται με το “κάρφωμα” (καρφί) της αρρώστιας: Πηγαίνει ο ίδιος ο ασθενής και κάρφωνε ένα καρφί σε κυπαρίσσι σερνικό, λέγοντας: “Όποτε ματάρθω εγώ εδώ, τότε να ματάρθει και η αρρώστια αυτή σε μένα” και του περνούσε … (Η λαϊκή  ιατρική . . . Περισσότερα

ίσκιος (ο)

φάντασμα ασθένεια των γιδιών. Βαλαωρίτης, Φωτεινός Β΄:”Στο πρόσταγμα του τα κουφά εφεύγανε οι ακρίδες / από τα πρόβατα ο χαμός, από τα γίδια ο ίσκιος”. προστασία, επιτήρηση. Λέμε: “ο ίσκιος του νοικοκύρη-πατέρα ή αδερφού” = η προστασία που παρέχει ο πατέρας ή ο αδερφός στα “αδύνατα” μέρη της οικογένειας. Λεξικό του . . . Περισσότερα

ισκιοτικός -ή – ό

τα ισκιωτικά, τα  φαντάσματα. Κατά τη λαϊκή αντίληψη, όποιος περνάει τη νύχτα ή μεσημεριάτικα από λαγκάδια και σταυροδρόμια, “τον αρρωσταίνουν τα ισκιωτικά, γιατί είδε ίσκιο (=φάντασμα) και αρρώστησε.

ισκιοχάρτι (το)

μικρό χαρτί με αγιοτικές ευχές, που το ΄βαναν μέσα σε φυλαχτό. Τέτοια ισκιοχάρτια έγραφαν και μερικοί παπάδες.

ἴσσα ή ἴσα

Ἴσσα καί ἴσα (ἰσαίω, Ἰ. issa) = (παρακέλευσις) ἐμπρός, προχώρει κατ’ εὐθεῖαν, φῦγε.