ίνορο και ινόρατο (το)
το όνειρο, (γινόρτο)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἴνορο /τὸ/ = τὸ ὄνειρον, τὸ ἐνύπνιον.
Ἰνόρατο /τὸ/ (ὄναρ) = ἐνύπνιον, ὄνειρον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το όνειρο, (γινόρτο)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἴνορο /τὸ/ = τὸ ὄνειρον, τὸ ἐνύπνιον.
Ἰνόρατο /τὸ/ (ὄναρ) = ἐνύπνιον, ὄνειρον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης