ινκάντο (επίρρ)
όταν κάτι γίνεται φανερά, δημόσια. Δημοπρασία, πλειστηριασμός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἰνκάντο /ἐπίρ./ (Ἰ. incanto) = δημοσίᾳ,φανερά.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ινκάντο πούμπλικο: (ιταλ. incanto publico), δημοπρασία, πλειστηριασμός
Γλωσσάριο Ελένης Γράψα