γουλίζω
κατεργάζομαι το χταπόδι ώστε να γίνει μαλακό, μαγειρεύσιμο.
Το γούλισμα γίνεται με πολλά χτυπήματα του χτταποδιού σε πλάκες ή με δάρσιμο μέσα σε δοχεία γεμάτα νερό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γ(ου)λίζω (γλοιόω -ίζω) = κατεργάζω ὀκτάποδα πρὸς μαγείρευσιν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το χταπόδι (με χτυπήματα) για να μαλακώσει. Ο Βαλαωρίτης χαρακτηρίζει το ρήμα “ιδιαιτέρας χρήσεως παρ΄ αλίευσιν” και το συνδέει με το “γουλί και γουλός”, στρογγυλές πέτρες λείες” (σελ. 63). Να σημειώσουμε γουλί είναι το ούλον και γουλί το κουρεμένο κεφάλι “με την ψιλή”. Ο Λάζαρης παραπέμπει στο “γλοιόω”. Ο Σταματάκος αναφέρει τη “γουλιά” ή “καταψά” (καταπίνω). Ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό (στ. 355): “δος μου να πιω μια καταψά”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης