κονσούλτο ή ξούλτο (το)
- συζήτηση μεταξύ γυναικών ή ανδρών για διάφορα θέματα. φράση: “Βλέπω εστήσατε κονσούλτο” = κουτσομπολιό.
- παλιότερα, το ιατροσυμβούλιο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(ον)σοῦλτο /τὸ/ (Ἰ. consulto) = συζήτησις, διαπραγμάτευσις, συνομιλία, συνδιάλεξις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης