ἰνκουϊζιτόρος 11 Ιαν, 2017 Ι 0 Σχόλια 0 Ἰνκουϊζιτόρος /ὁ/ ἀρχ. (Ἰ. inguisitore) = ἐξεταστής, ἐρευνητής.