ινκαβάρω
σκάβω κατά βάθος, κάνω εσοχή, κοίλωμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἰνκαβάρω (Ἰ. incavare) = κοιλαίνω, σκάπτω ἐσωτερικῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἰνκαβάρω: κοιλαίνω, σκάπτω ἐσωτερικῶς, (ΙΤ. incavο).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου