Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἰνκάβο

Ἰνκάβο /τὸ/ (Ἰ. incavo) = κοῖλον, κοίλωμα, ἐσωχή.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


κοίλωμα, ἐσoχή.

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.