Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Β

βούκινο

Βούκινο, § ὄργανόν τι ἐκ κολοκύνθης, δι᾿ οὗ οἱ ποιμένες, ἀποτελοῦσι μέγαν ἦχον πρὸς ἐκφόβισιν τῶν λύκων. Σημ. Ἐκ τοῦ βουκινίζω = φυσῶ τὴν σάλπιγγα

βούκισσος (ο)

το φυτό “κίστος ο ελελιφασκόφυλλος”, κοινώς βούκισο. Είναι ποώδες φυτό και βγάζει ευώδη άνθη χρώματος ροζ ή άσπρου γιατί υπάρχουν στο νησί δυο ποικιλίες, που τις ξεχωρίζομε από το χρώμα του άνθους τους. Άγγελος Σικελιανός: “Χλιος ευώδιαζεν ο βούκισος, ήτανε και τα νέφια χρυσόχυτα υφάδια”.

βούκοινο

Βούκοινο, § πάγκοινον ἐξ οὗ καὶ ἡ παροιμία ὅλοι τὤχουν βούκοινο, κ᾿ ἐμεῖς κρυφὸ μυστήριο. Σημ. Ἐκ τοῦ ἐπιτατ. βου καὶ κοινόν.

βοῦλα

Βοῦλα /ἡ/ (Ἰ. bolla-are) = σφραγίς, σῆμα διακρίσεως, ἐντύπωμα, μικρὸν κοίλωμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βούλα (ἡ): σφραγίς, σῆμα διακρίσεως, ἐντύπωμα, μικρό κοίλωμα, (IT. bolla). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

βουλιασμένος

βουλιαγμένος, βυθισμένος Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας ο καταραμένος Χρησιμοποιείται ως προσφώνηση π.χ. σε παιδάκι: “Έλα δω μωρέ βουλιασμένο” Κάλαμος Ρέα Σ. Μανωλάτου

βουλιέμαι (ρήμα)

προφανώς από το ρήμα “βούλομαι” Θέλω κάτι, αλλά με έντονο και ξεροκέφαλο τρόπο. Εύχρηστο στις φράσεις: “Τι σου βουλήθηκε τώρα;” , “τι του βουλήθηκε;” κ.ά.

βοῦλκος

Βοῦλκος § ὁ ἀλλαχοῦ βοῦρκος, ἐξ οὗ καὶ ῥ. βουλκόνω τὀ ἀλλαχοῦ βουρκόνω. Σημ. Ἰδ. Βυζ. ἐν λ. βοῦρκος, βουρκόνω.

βουλώνω

επισκευάζω τα σιδερένια εργαλεία ή εξαρτήματα των γεωργών, π.χ. των τσαπιών. Σε χειρόγραφο του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας): ” … εβούλοσα τα τζαπιά και εύτιασα και δυο κενόρια” – 1753: “του γίφτου (: γύφτους λέμε τους σιδεράδες, τους χάβρους) που εβούλοσε τα τζαπιά, και ης το σύδερο μου επήγε μονέδα . . . Περισσότερα

βουνιά (η)

η κοπριά των χορτοφάγων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Β(ου)νιὰ (βοῦς, βουνιά Σ. bουνίστε) = ἡ κόπρος τῶν χορτοφάγων ζῴων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βουνιάζομαι

κοπρίζομαι, λερώνομαι με κόπρον. το λέμε για τα ζώα: “Εβ΄νιάστηκε ο γάιδαρος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Β(ου)νιάζομαι (βοῦς, Σ. bουνίστε) = κοπρίζομαι, ἀποπατῶ (λέγεται ἐπὶ χορτοφάγων ζῴων: ἐβνιάστηκε τ’ ἄλογο στν αὐλή). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βουρ (παρακελευστικό σύνθημα)

εμπρός, πάμε όλοι μαζί. Γνωστός ο αστειολογισμός: “Βουρ στον πατσά”, άλλως: όλοι στο ψητό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βοὺρ (Τ. βοὺρ) = ἐμπρός, δι’ ἐπιθέσεως, ὅλοι μαζὺ κατ’ ἐπάνω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βουρλίζω

Αρμαθιάζω χρησιμοποιώντας βούρλο Αγανακτώ κάποιον, ερεθίζω, τον φέρων σε έξαλλη κατάσταση, μουρλαίνω – “Με βούρλισε το παλιοκόριτσο με τις φωνές του” – “Μας βούρλισε αυτή η όστρια σήμερα” – “Μας βούρλισαν οι φόροι”. μέσο ρήμα “Βουρλίστηκε μόλις έμαθε το μαντάτο” – “βουρλίστηκε να παντρευτεί”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

βουρλισμένος (ο)

“Σαν βουρλισμένος, γιε μου, έκανε να φύγει να πάει να χαρτοπαίξει” – “Σα βουρλισμένη κάνει αυτή η κοπέλα” = εξαγριωμένος, πολύ ιδιότροπος, ερωτομανής κ.λ.π. βλ. και βουρλίζω και βουρλιμάρα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης “Βουρλ(ι)σμέν(ος/η) για τον Αη_Γεράσ(ι)μο” Πολλοί Λευκαδίτες, όπως και άλλοι Εφτανισιώτες έφερναν τους “δαιμονισμένους” (νευρασθενείς, . . . Περισσότερα

βοῦρλον

Βοῦρλον § τὸ βοῦρλον, ἐκ τούτου βουρλίζω = διαπερῶ τι μὲ τὸ βοῦρλον, § Μ. ἐνοχλῶ, ταράττω, ζαλίζω, τινά. Π. μ᾿ ἐβούρλισες μὲ ταῇ φωναῖς σου, Παθ. βουρλίζομαι = ζαλίζομαι ὑπό τινος, ἀλλὰ καὶ μέσως. Ἐκ τούτου ἔχομεν καὶ ἄλλο θέμα βουρλιάζω = ὀρμαθάζω πράγματά τινα, οἷον σῦκα εἰς τὸ . . . Περισσότερα

βουρτιά (η)

η κοπριά του βοδιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βουρτιὰ /ἡ/ (βοῦς, ρέω, ρυτὸς) = ἡ κόπρος τοῦ βοός, βοϊδοκοπριά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βούρτσα (η)

ο ψηλότερος ξύλινος κάδος μέσα στον οποίον χτυπάνε το γάλα για να βγάλουν το βούτυρο. Το χτύπημα γίνεται με βουρτσόξυλο, που στο κάτω μέρος έχει προσαρμοσμένο ένα δίσκο με πολλές τρύπες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βοῦρτσα /ἡ/ (Ἰ. vortice Τ. βούρ;) = ὑψηλὸς στενὸς ξύλινος καδίσκος . . . Περισσότερα

βουρτσόξ(υ)λο

Βουρτσόξ(υ)λο /τὸ/ (Ἰ. vortice, Τ. βούρ, -ξῦλον) = ξύλινος κοντὸς φέρων κατὰ τὸ κάτω ἄκρον διάτρητον δίσκον διὰ τοῦ ὁποίου κτυπᾶται τὸ γάλα πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου. (βουρτσόξυλο) Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βουρτσόξυλο = τό ἐργαλεῖο πού χτυπᾶνε γιά τήν ἐξαγωγή τοῦ βουτύρου, ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα στρογγυλό σανίδι, ἐφαρμοσμένο . . . Περισσότερα

βούσυκα

Βούσυκα ἐν Κεφαλληνίᾳ τὰ ὑπερμεγέθη καὶ τοῖς ἀρχαίοις ἐπαινετὰ σῦκα.

βούτα

Βούτα /ἡ/ (Ἰ. voto, vuoto) = ὁμαδικὸς καδίσκος (νυκτερινὸν οὐροδοχεῖον) εἰς ἕκαστον θάλαμον φυλακισμένων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βοῦτα, § ὁ ἀπόπατος καὶ ἀγγεῖον, ἔνθα ῥίπτονται αἱ ἀκαθαρσίαι. Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. βούτει = λάγηνος, πίθος. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

βουτάω καὶ βουτίζω

Βουτάω καὶ βουτίζω § βυθίζω τι ἐντὸς ὑγροῦ, Π. ἐβούτιξε τὸ ψωμί του ᾿ς τὸ ζουμί· καὶ Μέσ. = βυθίζομαι (εἰς ὕδωρ). Σημ. Ἐκ τοῦ βυθάω, βυθίζω (Σύλλ. 14. 18).

βουτσί (το)

βαρέλι κρασιού μ΄σοβάγενο. Σε χειρόγραφο λογαριασμό του 1755 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Άνιξα ένα βουτζί από οχτό γαζέτες (= Βενετικά χάλκινα νομίσματα αξίας δύο σολδιών) την κανάτα …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Β(ου)τσὶ /τὸ/ (βυτίον) = βυτίον πρὸς ἀπόθεσιν οἴνου, μισοβάγενο, βαρέλι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα

βουτυρόψωμο (το)

είδος τυρόπιτας που παρασκευάζεται στα χωριά και στην πόλη κατά την περίοδο των Απόκρεω, και ειδικότερα κατά την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, της Τυροφάγου. Πλάθουν στο πλαστήρι πολλά φύλλα, 10-30, από καθάριο αλεύρι, βάνουν μέσα πολλά αυγά (φύλλο και αυγό), προσθέτουν γάλα και λάδι ή βούτυρο και μπόλικο τυρί. Το . . . Περισσότερα

βοωδόγλωσσον

το φυτό βούγλωσσον, κοινώς βοϊδόγλωσσο Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

βραβείον

(< λατ. breve – is = συνοπτική περιγραφή): βραχεία σύνθεση, σύνοψη των διατάξεων που αφορούν στη διοίκηση και λειτουργία μιας συναδελφότητας ή μιας Ι. Μονής.

βραγιές

σειρά από φυτεμένα φυτά ίδιας ποικιλίας Γλωσσάριο Κ. Πατρίκιου Από τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι) – λεγόταν όταν η νύφη έφευγε από το πατρικό της. Στεκόταν στην πόρτα περίπου μισή ώρα και της τραγουδούσαν. ” … Βραγιές, βραγιές βασιλικός να πέφτεις να κοιμάσαι, να κόβεις να μυρίζεσαι και μένα να θυμάσαι” . . . Περισσότερα