βοῦλκος 17 Οκτ, 2017 Β 0 Σχόλια 0 Βοῦλκος § ὁ ἀλλαχοῦ βοῦρκος, ἐξ οὗ καὶ ῥ. βουλκόνω τὀ ἀλλαχοῦ βουρκόνω. Σημ. Ἰδ. Βυζ. ἐν λ. βοῦρκος, βουρκόνω.