Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βοῦλκος

Βοῦλκος § ὁ ἀλλαχοῦ βοῦρκος, ἐξ οὗ καὶ ῥ. βουλκόνω τὀ ἀλλαχοῦ βουρκόνω.

Σημ. Ἰδ. Βυζ. ἐν λ. βοῦρκος, βουρκόνω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.