Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Β

Βράκα ή βρακί

περισκελίδα της παλιάς Λευκαδίτικης αντρικής φορεσιάς των λαϊκών τάξεων, στα χωριά και στην πόλη. Το βρακί ήταν διαφόρων ειδών και σχημάτων και ποιοτήτων: πανωβράκι, κοντοβράκι, βράκα ή μπουραζάνα. Σε προικοσύμφωνα συναντάμε τις εξής περιπτώσεις: 1748 (Νο 26 Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) “ένα πανωβράκι του γαμπρού” –  1825 (χωριό Πόρος), “βρακί αντρίκιο . . . Περισσότερα

βρακανίδα (η)

αγριολάχανο φαγώσιμο. Θεωρείται κατώτερης ποιότητας: Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Δ΄: “… και τα κοιλάρφανά της / θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδαις …”, και σε σημείωση του ποιητή επεξηγηματικά γράφει: “Βρακανίδα = αγριολάχανο περιφρονούμενο ως η βρούβα“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρακανίδα /ἡ/ (βράκανον) = ἐδώδιμον . . . Περισσότερα

βρακατσάνος (ο)

πρώιμο σύκο, εύγευστο και χυμώδες – Σύκο του Μαγιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρακατσᾶνος /ὁ/ (Ἰ. bracato-sano, fra cazzo e ano) = ποικιλία πρωΐμου εὐχύμου σύκου, φρακατσάνι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βρακατσάνοι, οι: τα πρώιμα σύκα «βράκανα, τα=άγριαι βοτάναι» (Λεξ. Liddell- Scott).Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

βρακοζώνι -α (το)

ζώνη από σκοινί ή λουρίδα υφάσματος, που συγκρατούσε τις βράκες της παλιάς λαϊκής αντρικής φορεσιάς στο νησί. Η ζώνη δένονταν σε θηλιά μπροστά. Σε προικοσύμφωνο του 1714 – Νο 69 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “βρακί αντρικό μουρέλο με το βρακοζώνι του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρακοζώνα . . . Περισσότερα

βρακοζωνολόγος (ο)

μικρό σκληρό ξύλο σε σχήμα βελόνας με άγκιστρο, με το οποίο περνούν το βρακοζώνι στη μποραζάνα τους. (Η Λαϊκή φορεσιά της Λευκάδας, σελ 110 και Γ.Χ.Μαραγκός “Γλωσσάριον” 1874) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρακοζωνολόγος ξυλάριον, ἐν σχήματι βελώνης, δι᾿ οὗ περῶσι τὴν βρακοζώνην. Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

βρακόνω

Βρακόνω § ἐνδύω τινὰ τὸ βρακὶ (= τὴν περισκελίδα) καὶ Μέσ. βρακόνομαι. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ ῥάκος, ῥακόω (Σύλλ. 2, 11).

βρακοπουκάμισο (το)

συνδυασμός βράκας και πουκάμισου σε μια ενότητα. Είδος φόρμας, από τη μέση και κάτω βρακί, κι από εκεί και πάνω πουκάμισο. Φοριόταν ατόφιο και κούμπωνε πίσω, στη μέση και στις πλάτες, όπου ήταν κάθετα σχιστό σε ικανή απόσταση. Ήταν λινό ή μπαμπακερό ρούχο σε χρώμα γαλάζιο. Στη μέση δεν είχε . . . Περισσότερα

βρακοφούστανο (το)

συνδυασμός βρακιού και φουστανιού. Ήταν για αιώνες παιδικό φόρεμα, κάτι σαν παιδική φόρμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρακοφούστανο /τὸ/ (Ἰ. braca – Τ.-Ἀλ. φηστὰν) = παιδικὸν ἔνδυμα, παιδικὴ φόρμα, περισκελὶς μὲ μποῦστον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Συνδυασμός βρακιού και φουστανιού (Κοντομλιχης). Φόρεμα παιδικό, αγοριού . . . Περισσότερα

βραχοκαταλύτης

«Του Φλώρου τ΄ αγριόπαιδο, το βραχοκαταλύτη» (σελ. 306, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ). Καὶ πετροκαταλύτης, ἄνθρωπος ἀκαταδάμαστος, καταβάλλων πᾶν πρόσκομμα, καταλύων βράχους καὶ πέτρας.

βρεχτάρι -ια

όσπρια -κυρίως κουκιά- ξερά που τα ΄βαναν στο νερό αποβραδίς στο μόσκιο (=στο νερό) για να μαλακώσουν και να τα φάνε έτσι ωμά. Το έθιμο της Καθαρής Δευτέρας και της Μεγάλης Εβδομάδας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρεχτάρι -α /τὸ, τὰ/ (βρέχω) = ξηρὰ κουκιὰ διαβρεχόμενα ἐντὸς . . . Περισσότερα

βριτσούλα

ασθένεια, κόκκινη ακμή Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

βροντάλι -ια (το)

δοκάρια που υποβαστάζουν το γείσο της στέγης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βροντάλι /τὸ/ (Ἰ. frontale) = ἡ δοκὶς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸ γεῖσον τῆς στέγης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βροντάλι (τό): ξύλο προεξέχον τῆς στέγης γιά τήν κατασκευή προ­στε­γά­σματος, μαρκίζας, σοάντζας, (ΙΤ. frontale). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών . . . Περισσότερα

βροντάω

χτυπώ εύηχα αντικείμενα και προκαλώ θόρυβο. “Βρόντησε την πόρτα και θα σου ανοίξουν” –  “Μη βροντάς παιδί μου, μας εκούφανες” μεταφορικά: “άστραψε και βρόντησε”, δηλ. θύμωσε υπερβολικά. Παροιμία: “στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα” – “όταν βροντάει ακούεται, όταν χιονίζει ασπρίζει” – “Τα βρόντησε όλα κι έφυγε”, δηλ, εχρεοκόπησε, . . . Περισσότερα

βροντή (η)

το μπουμπούνισμα , μπουμπουνηταριό. Παροιμία: “βαθειά βροντή, σιμά βροχή, μακριά αστραπή, σιμά βροχή” – “άμα ακούς πολλές βροντές, βροχή μη φοβάσαι”.

βρούβα (η)

αυτοφυές φυτό, αγριολάχανο εδώδιμο, αλλά ευτελές, άνοστο. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Δ¨, σημειώσεις στο άσμα Δ΄, στ. 177: “βρακανίδα, αγριολάχανον περιφρονούμενον, ως και η βρούβα”. φράση:  “αυτός πάει για βρούβες”, δηλ, ανοηταίνει, πάει στα χαμένα. Βρισιά: “Άει για βρούβες κι άσε μας”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βροῦβα . . . Περισσότερα

βρουβαλιά (η)

το φυτό αγριοδαμασκηνιά, κατάλληλο κυρίως για φράχτης στα σύνορα περιβολιών, επειδή είναι οπλισμένο με αγκάθια. Ο καρπός της, τα βρούβαλα, έχει το μέγεθος του βύσσινου και είναι νοστιμότατος. Τα βρούβαλα δεν είναι εμπορεύσιμα φρούτα, παρ΄ ότι αποτελούν  για τα παιδιά ιδιαίτερη νοστιμιά. Φράση: ” Άσ΄τον να πάει για βρούβαλα”, δηλ. άφησε . . . Περισσότερα

βρουτσαλάω

παίζω με τα νερά, πετώντας έτσι ενοχλητικές σταγόνες σε άλλους. Φράση: “σταμάτα, τώρα, γιατί μας βρουτσιλάς” – “Μη, παιδί μου, και βρουτσιλάς τον τοίχο” – “μου βρουτσίλησες το φόρεμα, θα σε δείρω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρουτσ(ι)λάω (Ἰ. prizzare, procellare) = ἐκτινάσσω μόρια ὑγροῦ οἱουδήποτε. Tα . . . Περισσότερα

βροχίδα (η)

δέσμη γυναικείων μαλλιών για πλέξιμο πρόσθετης ή φυσικής κοτσίδας. Συνήθως οι βροχίδες είναι τρεις. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βροχίδα /ἡ/ (βρόχος -ὶς) = βόστρυχος γυναικείας κόμης, ἑκάστη τῶν δεσμῶν τῆς πλεξίδος (κοτσίδας). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βρυτσούλα (η) και βροτσίλα

μικρό εξάνθημα (κορφούλα) αλλεργικής ή άλλης αιτίας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βρυτσοῦλα /ἡ/ (βρύον, βρύσις) = ἱδρωτικὸν ἐξάνθημα, δρωτσίλα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βρυτσούλα, βροτσίλα = ἐξάνθημα, ἑστία ἀπό μικρά σπυράκια πού σχηματίζεται στό σῶμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

βρωμάω

Βρωμάω § οὐδ. ὄζω. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ βρῶμος. Χρόνους τινὰς δανείζεται ἐκ τοῦ βρωμεύω, οἷον ἐβρώμεψε, θὰ βρωμέψῃ, ἀντὶ ἐβρώμησε, θὰ βρωμήσῃ βλ. κατελώνω και ζέχνω