Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Β

βρωμεύω

Βρωμεύω § ῥυπόω, λερόνω. Σημ. Ἐκ τοῦ βρωμεύω (Σύλλ. 19). βλ. ζέχνω καί βρωμάω

βρώμη (η) και βρώμι (το)

το γνωστό δημητριακό που σπέρνεται (εν αντιθέσει με το αγριόβρωμο) και αλωνίζεται όπως το σιτάρι. Ο καρπός του είναι άριστη τροφή για τα ζώα του σπιτιού. Το άχυρο της βρώμης λέγεται βρωμίστρα και μ΄ αυτήν οι φτωχοί του νησιού γέμιζαν τα στρώματά τους, τα λεγόμενα παγερίτσα. Το βρώμι χρησιμοποιείται και . . . Περισσότερα

βυζασταρούδι (το)

το βρέφος που θρέφεται πάντα με το γάλα της μάνας του, άλλως βυζανιάρικο. Βυζασταρούδια λέμε και τα -ομοίως τρεφόμενα – αρνοκάτσικα. “Αρνί βυζασταρούδι” – Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Β΄”φεύγουν στα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια” ( η έννοια εδώ είναι μεταφορική). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βυζασταροῦδι . . . Περισσότερα

βυζοπιάνω

θηλάζω για πρώτη φορά το αρνί ή το κατσίκι, το βάνω να βυζάξει στη μάνα του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Β(υ)ζοπιάνω (μυζάω-πιάζω) = κάμνω τὸ ἀρτιγέννητον βρέφος νὰ προσκολληθῇ εἰς τὴν μητρικὴν θηλὴν καὶ θηλάσῃ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βυζοπιάνω = πρωτοθηλάζω, βυζοπιάνω τό νεογέννητο . . . Περισσότερα

βύσαλο (το)

εσφαλμένη γραφή της λατινικής (besalis) και μεσαιωνικής λέξης βήσαλο = τούβλο, “οπτή πλίνθος” που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα ως ιδιωματική λέξη και σημαίνει κεραμίδι, κομμάτι κεραμιδιού ή τούβλου. Μεταφορικά: κάθε πράγμα του σπιτιού (αορίστως) ή αγροτικού προϊόντος σε περιπτώσεις καταστροφής από σεισμό, πυρκαγιά, θεομηνία ή κλοπή. Απ΄ αυτό και η σχετική . . . Περισσότερα

βύσμα

το, πώμα, βούλωμα, γέμισμα σαμαριού, μτφ. εύνοια, μέσον

βωλοδέρνει

Βασανίζεται (κάποιος), ταλαιπωρείται. Από το βώλος (του οργανωμένου χωραφιού, ο σβώλος του Φωτεινού του Βαλαωρίτη) και το ρήμα δέρνω. Εικόνα από τη δύσκολη γεωργική ζωή. Σχετικό, μάλλον ανάλογο, και το βωλοκοπώ.

βῶλος

Βῶλος, § ὄγκος χώματος μὴ συντριφθέντος ὑπὸ τοῦ ἀρότρου, ὅθεν καὶ τὸ ῥ. Διβολίζω = ἀροτριῶ τὴν γῆν σταυροειδῶς ὅπως συντριβῶσιν οἱ βῶλοι. Ὁ ὄγκος οὗτος καλεῖται καὶ σβῶλος. Σημ. Ἡ λ. διέσωσε καὶ σχηματισμ. καὶ σημ. ἀρχαίαν