βοῦρλον
Βοῦρλον § τὸ βοῦρλον, ἐκ τούτου βουρλίζω = διαπερῶ τι μὲ τὸ βοῦρλον, § Μ. ἐνοχλῶ, ταράττω, ζαλίζω, τινά. Π. μ᾿ ἐβούρλισες μὲ ταῇ φωναῖς σου, Παθ. βουρλίζομαι = ζαλίζομαι ὑπό τινος, ἀλλὰ καὶ μέσως. Ἐκ τούτου ἔχομεν καὶ ἄλλο θέμα βουρλιάζω = ὀρμαθάζω πράγματά τινα, οἷον σῦκα εἰς τὸ βοῦρλον τοῦτο οἱ Κρῆτες λέγ. Βαρβαρώτερον Μπουρλιάζω (Φιλίστ. Δ΄. σ. 520).
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀρχ. Βρύλλον. Ὁ Εὐστάθ. γρ. βροῦλλον· ὁ δὲ Βυζ. ἀγνοεῖ τὰ ἐκ τούτου ῥήμ. Οἱ Κύπριοι χρῶνται τῇ φρ. νὰ ᾿πᾶ νὰ κουρεύεται (Φιλίς. Γ. 438). ΚΝ.