βουλώνω
- επισκευάζω τα σιδερένια εργαλεία ή εξαρτήματα των γεωργών, π.χ. των τσαπιών. Σε χειρόγραφο του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας): ” … εβούλοσα τα τζαπιά και εύτιασα και δυο κενόρια” – 1753: “του γίφτου (: γύφτους λέμε τους σιδεράδες, τους χάβρους) που εβούλοσε τα τζαπιά, και ης το σύδερο μου επήγε μονέδα λ.(ίρες) 47″.
- βάνω το βούλωμα στα μπουκάλια κ.α σχετικά.