Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βουλώνω

  1. επισκευάζω τα σιδερένια εργαλεία ή εξαρτήματα των γεωργών, π.χ. των τσαπιών. Σε χειρόγραφο του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας): ” … εβούλοσα τα τζαπιά και εύτιασα και δυο κενόρια” – 1753: “του γίφτου (: γύφτους λέμε τους σιδεράδες, τους χάβρους) που εβούλοσε τα τζαπιά, και ης το σύδερο μου επήγε μονέδα λ.(ίρες) 47″.
  2. βάνω το βούλωμα στα μπουκάλια κ.α σχετικά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.