παρόκλι (το)
πρόχειρη πόρτα σε φράχτη, σε καλύβες και σε φραγμένα κτήματα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
παρόκλι (τό): πρόχειρη πόρτα σέ φράχτη, καλύβες.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πρόχειρη πόρτα σε φράχτη, σε καλύβες και σε φραγμένα κτήματα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
παρόκλι (τό): πρόχειρη πόρτα σέ φράχτη, καλύβες.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου