βουρλίζω
- Αρμαθιάζω χρησιμοποιώντας βούρλο
- Αγανακτώ κάποιον, ερεθίζω, τον φέρων σε έξαλλη κατάσταση, μουρλαίνω – “Με βούρλισε το παλιοκόριτσο με τις φωνές του” – “Μας βούρλισε αυτή η όστρια σήμερα” – “Μας βούρλισαν οι φόροι”.
- μέσο ρήμα “Βουρλίστηκε μόλις έμαθε το μαντάτο” – “βουρλίστηκε να παντρευτεί”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βουρλίζω (βροῦλον) = διαπερῶ διὰ βούρλου, ἀρμαθιάζω μὲ βοῦρλο. (Ἰ. burlare) = ἐρεθίζω, περιάγω εἰς κατάστασιν ἔξαλλον, τρελλαίνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βουρλίζω, βουρλίζομαι, βουρλιάζω, § ἰδ. βοῦρλον
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
βλ. και βουρλισμένος και βουρλιμάρα