Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βουρλίζω

  1. Αρμαθιάζω χρησιμοποιώντας βούρλο
  2. Αγανακτώ κάποιον, ερεθίζω, τον φέρων σε έξαλλη κατάσταση, μουρλαίνω – “Με βούρλισε το παλιοκόριτσο με τις φωνές του” – “Μας βούρλισε αυτή η όστρια σήμερα” – “Μας βούρλισαν οι φόροι”.
  3. μέσο ρήμα “Βουρλίστηκε μόλις έμαθε το μαντάτο” – “βουρλίστηκε να παντρευτεί”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βουρλίζω (βροῦλον) = διαπερῶ διὰ βούρλου, ἀρμαθιάζω μὲ βοῦρλο. (Ἰ. burlare) = ἐρεθίζω, περιάγω εἰς κατάστασιν ἔξαλλον, τρελλαίνω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Βουρλίζω, βουρλίζομαι, βουρλιάζω, § ἰδ. βοῦρλον

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


βλ. και βουρλισμένος και βουρλιμάρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.