Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Β

βασιλόπιτα

είναι το σύνηθες γλύκισμα των εορτών, κυρίως του Α Βασίλη. Γίνεται με μούστο και μέλι

βασκανία (η)

Η λέξη είναι αρχαία ελληνική, καθώς και το ρήμα βασκαίνω. Αρχικά επισήμαινε το φθόνο και την κακολογία ή συκοφαντία. Έπειτα το “κακό μάτι”, κοινώς μάτιασμα, το οποίο μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον κάτι κακό. Η πίστη στη βασκανία ήταν και είναι κοινή σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας και σημερινούς, μεταξύ . . . Περισσότερα

βασταγούρι (το)

λένε έτσι το γάιδαρο (σπάνια όμως) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βασταγοῦρι /τὸ/ (βαστάζω) = ὑποζύγιον, ὄνος, γαϊδουράκι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαστάρι

και καντηλοβάσταγο. Η ξύλινη βάση δίπλα από το εικονοστάσι του σπιτιού όπου έβαναν το καντήλι τους. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

βαστάω

Βαστάω (βαστάζω) = κρατῶ, φέρω, ἀντέχω, ὑποφέρω, ἀνέχομαι, διατηρῶ -οῦμαι. καί βαστιέμαι

βαστιέμαι

πιάνομαι από κάπου, αντέχω, υποφέρομαι (ή όχι), διατηρούμαι “Αν δε βαστιόμουνα από το μάνταλο της πόρτας, θα ΄τρωγα τα μούτρα μου” – “βαστιέμαι αρκετά καλά”, δηλ. από υγεία είμαι καλά. “Αυτά τα παιδιά δε βαστιώνται, μας τρελλάνανε απ΄ τις φωνές” – “Α-κειό δε βαστιέσαι βλέπω”, δηλ. είσαι πολύ ανυπόμονος. Λεξικό . . . Περισσότερα

βατέλος (ο)

ο κόκορας που βατεύει τις κότες, που κάνει μπερμπατιές με τις κότες της αυλής.

βατεύω

Βατεύω (βαίνω, βατέω, ἐπιβατέω) = ἐπιβαίνω σεξουαλικῶς, ὀχεύω, ἀπηδάω, μαρκαλίζω. (λέγεται ἐπὶ κτηνῶν).

βάτος (ο)

πυκνός και αγκαθωτός θάμνος. Συνήθως είναι αδιαπέραστος ως φράχτης, και τότε λέγεται βατσινιά. Βαλαωρίτης Η Φανερωμένη, στ. 24 : “Λαλούν τ΄ αηδόνια ξέγνοιαστα, μεσ΄ στη μυρτιά, στο βάτο / Τα δέντρα είν΄ ανθοστόλιστα, παντού χαρά κι ελπίδα.” Ο βάτος είναι και ιαματικό φυτό: ‘Έβραζαν φύλλα και βλαστάρια του μέσα σε . . . Περισσότερα

βατούμπρο

Βατούμπρο /τὸ/ = βατόμουρον, ὁ καρπὸς τῆς βάτου, τὸ φραμπουάζ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βατοῦμπρο = βατόμουρο, ὁ καρπός τῆς βατομουριᾶς. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

βατσίνα (η)

ο δαμαλισμός, προληπτικός εμβολιασμός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βατσίνα /ἡ/ (Ἰ. vaccina) = δαμαλισμός, θεραπευτικὸς ἢ προληπτικὸς ἐμβολιασμός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βατσινάρω

Βατσινάρω (Ἰ. vaccinare) = δαμαλίζω, ἐμβολιάζω προληπτικῶς ἢ θεραπευτικῶς.

βατσινιὰ

Βατσινιὰ /ἡ/ = μεγάλη συμπαγὴς βάτος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Βατσινιά είναι ο βάτος και βάτσινο το βατόμουρο και (πληθυντικός) σε μας τα γατούμπρα. Αναλυτικότερα κατά τον Ανδριώτη, μεσαιωνικά έχουμε βάτσινον και μεταγενέστερα βάτινον, ουδέτερο του επιθέτου βάτινος, από το αρχαίο βάτο (και πληθυντικός σε μας, τα βάτα). . . . Περισσότερα

βγαινάκιας (ο)

λέγεται σε συνδυασμό με τη λέξη μπαινάκιας. “Εγώ είμαι βγαινάκιας και μπαινάκιας”, δηλ. πονηρός, κατά την περίσταση δρω, μπαίνω και βγαίνω.

βγαίνει (ἀπροσ.)

Βγαίνει (ἀπροσ.) § πρέπει, ἁρμόζει, π. δὲ σοῦ βγαίνει νὰ κάνεις ἄταχτα. Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν σημασίαν ταύτην.

βγαλσά (η)

λέμε έτσι την παλιρροϊκή υποχώρηση της θάλασσας στην περιοχή του λιμανιού της Χώρας. “Σήμερα έχει βγαλσά”, δηλ. τα νερά υποχωρούν προς νότον. Το αντίθετο λέγεται μπασά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βγαλσὰ /ἡ/ (ἐκ-βάλλω) = παλιρροιακὴ ὑποχώρησις τῆς θαλασσίας στάθμης, ἡ ἄμπωτις, ἐκβολή, βγάλσιμον. Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

βδέλλα (η)

υδρόβιο σκωλικοειδές, που πίνει το αίμα ζώων και ανθρώπων. Η βδέλλα χρησιμοποιούνταν απ΄ τους λαϊκογιατρούς για αφαιμάξεις  στα κρυολογήματα και στην πίεση. Τις προμηθεύονταν είτε κατευθείαν απ΄ τα βαλτόνερα, είτε από τα κουρεία. Στα παλιά κουρεία της Χώρας είχαν πάντα ένα δοχείο με νερό μέσα στο οποίο “σουλατσάριζαν” οι βδέλλες. . . . Περισσότερα

βδομάει

Βδομάει = μοὔρχεται, μοῦ βδομάει νά τοῦ δώσω μιά στά μοῦτρα (Μοὔρχεται νά τοῦ δώσω μιά στά μοῦτρα).

βέκιος -α -ο

ο γέροντας, ο παλαιός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βέκιος -α -ο (Ἰ. vecchio) = γέρων, ἀμβλύων, τυφλός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βελ(ου)δίνι

Βελουδίνι /τὸ/ (Ἰ. velutto) = τὸ σοκολατέρυθρον χνοῶδες ἄνθος ταγήτης ὁ στιλπνός, κατηφές. (βελουδίνι) βλ. και σβελδίνι

βελάγκι (το)

ο καρπός της δρυός, και του πουρναριού (πρίνου), γνωστός ως βελανίδι. Στα γιατροσοφικά χειρόγραφα το συναντάμε και ως βέλανον: “Τον βέλανον να τον κοπανήσεις και να τον βράσεις με ξίδι εις τρίτον, ωφελεί την ψώραν και λέπραν και εις σπυριά προσώπου” (βλ. Η Λαϊκή Ιατρική στη Λευκάδα, σελ 134). Λεξικό . . . Περισσότερα