βαστάω 10 Νοέ, 2017 Β 0 Σχόλια 0 Βαστάω (βαστάζω) = κρατῶ, φέρω, ἀντέχω, ὑποφέρω, ἀνέχομαι, διατηρῶ -οῦμαι. καί βαστιέμαι