Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βατσινιὰ

Βατσινιὰ /ἡ/ = μεγάλη συμπαγὴς βάτος.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Βατσινιά είναι ο βάτος και βάτσινο το βατόμουρο και (πληθυντικός) σε μας τα γατούμπρα.
Αναλυτικότερα κατά τον Ανδριώτη, μεσαιωνικά έχουμε βάτσινον και μεταγενέστερα βάτινον, ουδέτερο του επιθέτου βάτινος, από το αρχαίο βάτο (και πληθυντικός σε μας, τα βάτα). Επειδή τα βάτα είναι πυκνά και με αγκάθια χρησιμεύουν σαν φράχτες. Ο καρπός είναι νοστιμότατος (λέγεται και ξυνόμουρο) και δελεαστικός στα παιδικά μας χρόνια. Γίνεται και ποτό. Το λαογραφικό καλύπτει πάντα ως ειδικός ο Κοντομίχης στο λεξικό του. Με τη βατσίνα το εμβόλιο (από το ιταλικό vaccina) δεν έχουν σχέση.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Βατσ(ι)νιά, η: είδος ακανθώδους θάμνου, ο βάτος (αρχ. βάτινον), ο έχων την ιδιότητα να παραμένει στο ίδιο μέρος επί χρόνια, (βάσ-ις σ>τ). Λόγω των συγκεκριμένων ιδιοτήτων (του ακανθώδους και του πολύχρονου), τη βατσινιά την χρησιμοποιούσαν για να περιφράζουν τους κήπους. Μεταφορική η χρήση στα δημοτικά τραγούδια, κυρίως στα νυφιάτικα «σαν βάτος να ριζώσεις».

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.