βγαίνει (ἀπροσ.)
Βγαίνει (ἀπροσ.) § πρέπει, ἁρμόζει, π. δὲ σοῦ βγαίνει νὰ κάνεις ἄταχτα.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν σημασίαν ταύτην.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βγαίνει (ἀπροσ.) § πρέπει, ἁρμόζει, π. δὲ σοῦ βγαίνει νὰ κάνεις ἄταχτα.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν σημασίαν ταύτην.