Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βασκανία (η)

Η λέξη είναι αρχαία ελληνική, καθώς και το ρήμα βασκαίνω. Αρχικά επισήμαινε το φθόνο και την κακολογία ή συκοφαντία. Έπειτα το “κακό μάτι”, κοινώς μάτιασμα, το οποίο μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον κάτι κακό.

Η πίστη στη βασκανία ήταν και είναι κοινή σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας και σημερινούς, μεταξύ των οποίων και οι έλληνες παλαιοί και νέοι.

Στους αρχαίους όταν οο πατέρας είχε “βάσκανον οφθαλμό”, κακό μάτι, η μητέρα – μας πληροφρορεί ο Πλούταρχος – απομάκρυνε τα παιδιά από τα βλέμματά του, “ώστε μη δεικνύναι υας γυναίκας αυτοίς τα παιδιά, μηδέ πολύ χρόνον εάν υπό των τοιούτων καταβλέπεσθαι” (Πλούταρχος, Συμποσιακά, Ε, 7). Δηλαδή να μη δείχνουν στους άντρες οι γυναίκες τα παιδιά τους, ούτε να τ΄ αφήσουν για πολλή ώρα να τα κοιτάζουν.

Και τα ζώα βασκαίνονται. Ο Βιργίλιος αναφέρει σχετικό περιστατικό.

Από χριστιανικής πλευράς η βασκανία θεωρείται σεισιδαιμονία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, χωρίς να αρνούνται την πραγματικότητα της, την αποδίδουν εις την επήρειαν του πονηρού πνεύματος, έργο του διαβόλου. Υπάρχει “ευχή επί βασκανίαν”.

Οι Λευκαδίτες πάντως για καλό και για κακό εφοδιάζουν τα παιδιά τους με μια “αβασκαντήρα”.

βλ. αβάσκαμα, βασκαίνω, ματιάζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.