βάτος (ο)
πυκνός και αγκαθωτός θάμνος. Συνήθως είναι αδιαπέραστος ως φράχτης, και τότε λέγεται βατσινιά. Βαλαωρίτης Η Φανερωμένη, στ. 24 : “Λαλούν τ΄ αηδόνια ξέγνοιαστα, μεσ΄ στη μυρτιά, στο βάτο / Τα δέντρα είν΄ ανθοστόλιστα, παντού χαρά κι ελπίδα.” Ο βάτος είναι και ιαματικό φυτό: ‘Έβραζαν φύλλα και βλαστάρια του μέσα σε μαύρο κρασί και θεράπευαν με το μείγμα αυτό τη φά(γ)ουσα“. Με κλαρί βάτου οι παλιοί έκαναν κι αντιμάγια εναντίον του αμποδέματος : “Μια συγγενής του γαμπρού τον έζωνε – κατά το έθιμο – στη μέση, πριν απ΄ το στεφάνωμα, για να ΄ναι ζωσμένος την ώρα του μυστηρίου, με μια κλωστή από τραγόμαλλο τυλιγμένη σε κλαρί βάτου και ο γαμπρός γλύτωνε από τα μάγια του αμποδέματος. Το τραγόμαλλο συμβολίζει την πληρότητα του αρσενικού, ο βάτος τη φυσική παγίδα, που σ΄ αυτήν “δεν κολλάει κανένα κακό” ο,τι ντέσει στο βάτο, πιστεύουν, διαλύεται. Ο καρπός του βάτου λέγεται βατόμουρο ή βατούμπρο ή γατούμπρο και τρώγεται καλώς.