Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Β

βελάδα (η)

το μαύρο επίσημο αντρικό ένδυμα: το φράκο. ειρωνικό, όταν φορούσε κανείς παλιά, σχισμένα ρούχα έλγαν: ‘Έβαλε τη βελάδα του … “. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βελάδα /ἡ/ (Ἰ. velada) = ἐπίσημον ἔνδυμα, ζακές, σακκάκι μαῦρο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βελανίδα (η)

το σημείο του ανθρωπίνου σώματος ανάμεσα στο μηρό και το υπογάστριο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βελανίδα /ἡ/ (βάλανος) = ἡ βουβωνικὴ χώρα, τὸ σημεῖον συναντήσεως μηροῦ καὶ ὑπογαστρίου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Η βουβωνκή χώρα, το μεταξύ μηρού και υπογαστρίου (Λάζαρης). Λέμε “μ΄πονεί η . . . Περισσότερα

βελέντζα (η)

μάλλινο κρεββατοσκέπασμα του σπιτικού αργαλειού, μονόχρωμο με παχειά χυμένο μαλλί. Γνωστή από παλιά η βελέντζα, γραφόταν και στα προικοσύμφωνα. Σε προικοσύμφωνο του 1728 διαβάζομε: “και βελέντζα μια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βελέντζα /ἡ/ (Τ. βελένσα, Ἀλ. βελjέντε -α) = ἐγχώριον μάλλινον παχὺ κλινοσκέπασμα. Tα Λευκαδίτικα – . . . Περισσότερα

βελέττα (η)

μάλλινος επενδυτής των γυναικών της Χώρας. Σε σχήμα τετραγώνου διπλώνονταν διαγώνια και ριχνόταν στους ώμους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βελέττα /ἡ/ (Ἰ. veletta) = πλεκτὸν τετράγωνον ὕφασμα διπλούμενον διαγωνίως καὶ φερόμενον ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἐπὶ τῶν ὤμων (αἱ δύο ἀδίπλωτοι γωνίαι φέρονται ἐπαλλήλως μεταξὺ τῶν ὠμοπλατῶν, αἱ . . . Περισσότερα

βελίτσα (η)

ποικιλία σιταριού κατάλληλη για τα αχαμνά χώματα της Λευκάδας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βελίτσα /ἡ/ (Ἰ. velite;) = ποικιλία σίτου κατάλληλος διὰ τὰ ἰσχνὰ ἐδάφη τῆς Λευκάδος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βελόνα (η)

το ψάρι ζαργάνα αλλά και η βελόνα για πλέξιμο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βελόνα /ἡ/ = ραφίς, βελόνη, βελόνη καλτσοπλεκτικῆς, ὁ ἰχθῦς ζαργάνα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βελονάκι -ια

είδος αμπελόφάσουλου με το περίβλημά του. τρώγεται χλωρό (πράσινο) και είναι βελονοειδές και επίμηκες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βελονάκ(ι) /τὸ/ = μικρὰ ραφίς, βελόνη κεντήματος ἀγκιστρωτή, ἀγκερίδι, χλωρὸν ἀμπελοφάσουλον μετὰ τοῦ περιβλήματος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βελονάκια = τά τρυφερά ἀμπελοφάσουλα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα

βελόνι (το)

εξάρτημα του μύλου. Ήταν ένας μακρύς άξονας, ως δυο μέτρα, και ξεκινούσε από το μεσοπάτωμα. Η κάτω άκρη του βελονιού ακουμπούσε στην πλάντρα, χοντρή καρίνα. Στο σημείο στήριξης υπήρχε το καταμούχλι, οκταγωνικό χοντρό ξύλο, που η κάθε μια πλευρά του αντιστοιχούσε στα 8 σημεία των ανέμων. Κι αυτό είχε το . . . Περισσότερα

βελονολόγος (ο)

η βελοθήκη: είναι ξύλινη θήκη σε μικρά μεγέθη και συχνά σκαλιστή, π.χ. σε σχήμα ολόσωμης γυναίκας, αποτελείται από δυο κομμάτια, το απάνω χρησίμευε ως καπάκι, βούλωμα.

βελοῦχι

Βελοῦχι /τὸ/ (Σλ. Bελοῦχε, Ἰ. bellocio;) = ἐξοχικὸν παρασκευαστήριον ἐγχωρίων ὀρεκτικῶν (κοκορέτσι κ.τ.τ.), ὀρεινὸν θέρετρον.

βένα (η)

φλέβα. Οι φυσικές γραμμές (κύματα ή νερά) της σανίδας, της πέτρας, του μαρμάρου κλπ. φυσική κλίση σε κάτι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βένα /ἡ/ (Ἰ. vena) = φλέψ, ἀρτηρία, φυσικὴ γραμμὴ ἢ ἐγχάραξις ἐπὶ στερεοῦ σώματος, φυσικὴ κλίσις, εὐφυΐα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης βένα (ἡ): . . . Περισσότερα

βεντερούγα (η)

ραχίτιδα, κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης “Δια την βεντερούγα, πριν σαραντίσει, με ποίον τρόπο ιατρεύεται” χερόγραφο γιατροσόφι (Η Λαϊκή Ιατρική της Λευκάδας, σελ. 91). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βεντεροῦγα /ἡ/ (Ἰ. vertebra, verte-ruga) = σκολίωσις τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ραχῖτις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    η ραχίτιδα . . . Περισσότερα

βεντούζα (η)

μικρά ειδικά ποτηράκια για την αφαίμαξη σε περίπτωση κρυολογήματος. Αφαιρούσαν απ΄ αυτά τον αέρα με αναμμένο μπαμπάκι και την κολλούσαν στην πλάτη του αρρώστου. Απ΄ το κενό αέρος της βεντούζας το σώμα εκεί, φουσκώνει και κοκκινίζει. Αν μελανιάσει πολύ το σώμα, τότε τις βεντούζες, “τις κόβουν”, δηλ. χαράζουν το δέρμα . . . Περισσότερα

βέντουλα (η)

η βεντάλια (ριπίδιον) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βέντ(ου)λα /ἡ/ (Ἰ. ventola) = ριπίδιον κυριῶν, ἀνεμιστήριον, βεντάλια. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βεντριά (η)

ο γοφός, του ανθρωπίνου σώματος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βεντριὰ /ἡ/ (Ἰ. ventre) = τὸ μεταξὺ πλευρῶν καὶ ἰσχύου κοῖλον, ὁ λαγώνιος βόθρος, ὁ γοφός. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βέρα (η)

ο χρυσός δακτύλιος, χωρίς λίθους ή άλλο τι κοσμητικό. Η βέρα αυτή γινόταν συχνά το όργανο μαγγανείας στην προσπάθεια των κοριτσιών να προκαλέσουν προμάντεμα για τη μοίρα τους. Έπαιρναν τη βέρα μια καλής νοικοκυράς “που δεν εγνώρισε χάρο”, την έδεναν με μια τρίχα από τα μαλλιά της και την κρεμούσαν . . . Περισσότερα

βεράγκι (επιρρ.)

σπίτι ανοιχτό και αφύλαχτο. “Άφκε η ΄ξτιανή το σπίτι της βεράγκι και βήκε στη γειτονιά για κουτσομπολιό”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βεράγκι /ἐπίρ./ (Π.Τ. βιρὰν) = οἰκία ἀνοικτὴ καὶ ἀφύλακτος, θύρα παράθυρον ἀνοικτόν: «ἄφκε τὸ σπίτ’ βεράγκι». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    “Σπίτι ανοιχτό και . . . Περισσότερα

βερβελήθρα (η)

η κοπριά της γίδας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βερβελήθρρα κόπρος αἰγός. Πολὺ πιθανὸν ὅτι μετωνομάσθη σκωπτικῶς ἢ διὰ τὴν χρησιμότητά της ἐκ τοῦ βέρβερι μαργαριτοφόρου ὀστρέου, (ὡς ἐκ τοῦ δάκτυλος, δακτυλήθρα). Εἰς ὑποστήριξιν τῆς ἰδέας μου, ἔστωσαν ὡς παραδείγματα, ὅτι τὴν κόπρον τῶν ἵππων καὶ ὄνων ἀποκαλοῦσι, . . . Περισσότερα

βερβερίζω

Βερβερίζω (μορμυρίζω, Τ. βὴρ-βὴρ) = ὑποτονθορίζω, ἅδω χαμηλοφώνως διὰ προσφιλῆ ξενητεμμένον.

βέργα (η)

Μικρό, λεπτό και ευλύγιστο ραβδί, κοινώς βίτσα. Οι κληματόβεργες. Οι βέργες μοσχεύματα, που κλαδεύονται από τα αμπέλια επιλεκτικά, για να φυτευτούν σε καλοσκαμμένο, βαθειά, χωράφι για τη δημιουργία νέου αμπελιού, (βλ. αμπελοφύτι). Τις βέργες αυτές τις κάνουν μάτσα και τις χώνουν στο έδαφος, για να μην ξεραθούν, ως τον Απρίλη, . . . Περισσότερα