Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἔτος, ἔτη, ἔτο

Ἔτος, ἔτη, ἔτο ἐπίρρ. δεικτ. § ἰδὲ αὐτός, ἰδὲ αὐτή, ἰδὲ αὐτό· λέγ. δὲ καὶ ἔντος, ἔντη, ἔντο, ἐπενθέσει τοῦ ν κατὰ τὰ φέρνω, στέλνω· ἀλλὰ καὶ ἐπεκτείνομεν τὴν λ. λέγοντες· ἔντοσε, ἔντηνε, ἔντονε, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, μεταχειρίζ. καὶ τὰ νάτος, νάτη, νάτο καὶ ἐπεκτάσει νάτωνε, νάτηνε.

Σημ. Ἐγένετο ἐκ τοῦ δεικτ. μορ. καὶ τῆς ἀντωνυμ. αὐτὸς (= οὗτος), κατ᾿ ὀλίγον δ᾿ ἐξέπεσεν εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἁπλοῦ ἔ (ὅπερ ἰδέ). Π. ἔτος αὐτὸς ᾿ποῦ γύρευες = ἔ αὐτός, ᾿ποῦ γύρευες. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.