Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Β

βάρδα (επιφών)

προσέχετε, κάντε στην πάντα: “βάρδα να διαβούμε” – “βάρδα, λερώνει”, “βάρδα, θα σκάσει φουρνέλλο”

βάρδα πάγκος (ο)

το δοκάρι πάνω στο οποίο πατούν οι κωπηλάτες πάνω στις τράτες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βάρδα πάγκος /ὁ/ (Ἰ. guardare-panca) = ἡ δοκὸς ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζουν τὰ πέλματα οἱ κωπηλᾶται εἰς τὸ τρατοκάϊκον, τὸ ὑπόσελμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαρδαλώνα

πιθανόν από το ρήμα βαρδαλωνίζω: γυρίζω, περιφέρομαι από δω κι από κει, χάνω τον χρόνο μου ασχολούμενος με τις υποθέεις των άλλων, κάνω άνω κάτω

βαρδάρι

Ξύλινο εξάρτημα στην αλεστική μηχανή νερόμυλων – ανεμόμυλων. Είναι ένα σκληρό “ξυλάκι” που περισσεύει κάτω από το καρίκι (=μικρό ξύλινο κουτί), που ρυθμίζει να πέφτει το σιτάρι από την κοφινάδα (=μεγάλο ξύλινο πυραμοειδής σκεύος, που μέσα ρίχνουν τον προς άλεση καρπό) λίγο λίγο στα λιθάρια. Το βαρδάρι χτυπάει ρυθμικά και . . . Περισσότερα

βαρδάρω

μεριάζω, κάνω στην πάντα να περάσει κάτι ή κάποιος: “βάρδα να περάσει το κάρο” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρδάρω (Ἰ. guardare) = παραμερίζω, προφυλάσσομαι, προσέχω. «βάρδα νὰ διαβῇ τὸ μλάρ». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαρδάτσα (η)

ποικιλία μεγάλου δαμάσκηνου, σε πράσινο χρώμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρδάτσα /ἡ/ (Ἰ. verdezza) = εἶδος εὐμεγέθους δαμασκήνου πρασίνης ἀποχρώσεως, ρεγκλότο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βάρδια (η)

Σκοπός, φρουρά, φρ.: “Είμαι βάρδια σήμερα να φυλάξω τα παιδιά μου” Ομάδες εργατών εναλλακτικού ωραρίου Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βάρδια /ἡ/ (Ἰ. guardia) = φρουρά, σκοπός, ἀναμονή. «φλάω βάρδια» = περιμένω καταπονητικῶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαρδιάνος (ο)

ο σκοπός, ο φύλακας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρδιᾶνος /ὁ/ (Ἰ. guardiano) = φρουρός, σκοπός, φύλαξ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαρέλλα (η)

Ξύλινο βυτίο μικρού μάλλον μεγέθους μέσα στο οποίο οι κοπέλλες του χωριού μετέφεραν νερό από τη βρύση ή τα πηγάδια. Μέτρο χωρητικότητας υγρών (οκάδες 52). Γυναίκα παχύσαρκη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρέλλα /ἡ/ (Ἰ. barile) = ξύλινον βυτίον μετρίου μεγέθους πρὸς μεταφορὰν ἢ διατήρησιν ὕδατος εἰς . . . Περισσότερα

βαριά (η) και βαρειὰ

μεγάλη σιδερένια “σφύρα”, που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο μεγάλων λιθαριών και τον τεμαχισμό (σε σχίζες) χοντρών ξύλων με τη βοήθεια σιδερένιων σφηνών. Χρησιμοποιείται επίσης από τους σιδηρουργούς (=γύφτους, χάβρους) για την επεξεργασία εργαλείων. Γενικά η χρήση της βαριάς είναι ποικίλη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρειὰ /ἡ/ . . . Περισσότερα

βαριοπούλα (η)

μικρή βαριά Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης βαριοπούλα (ἡ): μικρή σφύρα. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

βαρκαδιά (η)

το φορτίο που μπορεί να σηκώσει μια βάρκα Μια βαρκαδιά πέτρες”. παραλλαγή: “Μια μονοξυλιά ασβέστη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρκαδιὰ /ἡ/ (Ἰ. barca) = φορτίον λέμβου, χωρητικότητος μιᾶς βάρκας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαρκός -ή -ό

τόπος “βαρύς” και σχεδόν πάντα νωπός, υγρός. Η λέξη απαντά σχεδόν πάντα στον πληθυντικό: τα βαρκά. Υπάρχουν πολλά τοπωνύμια στο νησί με την ονομασία αυτή. Τα βαρκά έχουν χώματα παχειά, είναι εύφορα και ευκολόσκαφτα, ανάλογα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρκὸς -ὴ -ὸ (βαρὺς -ικὸς) = τόπος . . . Περισσότερα

βαροπούλα

Βαροπούλα /ἡ/ (βαρὺς -εῖα -πῶλος) = σφύρα θραύσεως λίθων ἢ κατεργασίας σιδήρου δευτέρου μεγέθους, ραιστήρ.

βάρσαμος (ο)

φυτό ευώδες, κοινώς βάλσαμο. Γνωστό και κατά την αρχαιότητα “ως γενικόν φάρμακον”. Μτφ: καθετί που μας αλαφρύνει τους πόνους και τις θλίψεις. Θεραπευτικά: Όταν είχαν πόνους στην κοιλιά έβραζαν βάρσαμο με μέντα και αλιφασκιά και περνούσε. Μοιρολόγι: “Βάλτε στον πάτο βάρσαμο / στις πάντες μαντζουράνα / και στην κορφή αμάραντο . . . Περισσότερα

βαρύγομο (το) και βαρ(υ)γόμια

παράπονο, βαρυγόμια ΒΑΛ. Κυρά Φροσύνη, Α΄: “Σύρε, παιδί μου, στο καλό βαρύγνωμο δε σο ΄χω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρύγομο καί βαρ(υ)γόμια /τὸ/ (βαρὺς-γόμος, γνώμη;) = παράπονον, δυσφορία κατά τινος.  Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαρυόμοιροι

Βαρυόμοιροι § ὁ βαρεῖαν (ἀλοὴν) μοῖραν ἔχων, ὁ παρὰ τοῖς ἀρχ. βαρύποτμος. Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.

βαρύσκοπος -η -ο

αυτός που δύσκολα και αργά αντιλαμβάνεται, ο βραδύνους: “Είναι βαρύσκοπος ο άνθρωπος!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρύσκοπος /ὁ/ (βαρὺς-σκοπέω -ῶ) = ἀμβλὺς τὴν ἀντίληψιν, βραδύνους. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαρυῶμαι

Βαρυῶμαι (βαρὺς) = βαρύνομαι, διατελῶ ἐν ραστώνῃ, ἐν νωχελείᾳ, δὲν ἔχω διάθεσιν δράσεως, τεμπελιάζω.

βαρώ

χτυπώ κάποιον ή ο ίδιος χτυπώ εξ απροσεξίας: “σκόνταψα και βάρεσα”. Μτφ.: παίζω το όργανό μου: “βαρώ τη φλογέρα μου” κι ακόμα “βαράει την καμπάνα” – “Η κοιλιά μου βαράει τ΄ άργανο” = πεινάω πολύ – “Η φιλαρμονική βαράει στην πλατεία” – ” Το πιοτό με βάρεσε στο κεφάλι”, ο . . . Περισσότερα

βασιλεύω (μτφ)

«Κ΄ ἐπλάγιασε πρώτη φορὰ χωρίς νὰ βασιλέψουν τὰ μάτια της τἀ φωτεινά …” » (σελ. 309, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ). Λέγεται περὶ τοῦ ἡλιου, βασιλεύει ὁ ἡλιος, ἤτοι δύει ὁ ἡλιος, κοινοτάτης ὅμως χρήσεως καὶ ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ὅταν ἀρχίζωσι νὰ κλείωνται ἐκ τοῦ ὑπνου.

βασιλιάς (ο)

το συμπαθές έντομο των ανύπαντρων γυναικών. Είναι μικρό και πολύχρωμο. Το παίρνουν οι κοπέλες, το βάνουν πάνω στο χέρι τους, λένε ψιθυριστά μερικά λόγια ή τραγουδούν και τ΄ αφήνουν να πετάξει. Κι ανάλογα με την κατεύθυνση που θα πάρει συμπεραίνουν προς τα που πέφτει το σπίτι του γαμπρού.