Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Β

βάϊ

Βάϊ! εἶνε ἐπιφώνημα τῶν χωρευτῶν, ὅταν δίδοντες ἀνάπαυλάν τινα εἰς τὸν ρυθμὸν προσεπιφωνῶσι βάϊ! καὶ κλίνουσι πλαγίως ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω, π.χ. «Τὸ γουργὰ… βάϊ… τὸ γουργάρικο χορὸ» κτλ.

βαΐζω

λυγίζω, γέρνω μπρος τα εμπρός λόγω ηλικίας ή λόγω ασθένειας γέρνω σκόπιμα και συχνά με χάρη όπως οι λυγερόκορμες κοπέλες, “αι λυγίζουσαι, αι θλώσσαι την μέσην των εν τω περιπατείν ή ορχείσθαι” (Γ.Χ.Μαρ.) στα δέντρα: “Οι ελιές αβάισαν από το βάρος του καρπού” – “Εβάισαν οι πορτοκαλιές, και τους έβαλα . . . Περισσότερα

βαϊφόρα

Βαϊφόρα /ἡ/ (βάϊον-φέρω) = εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ εἰσερχομένου ἐπὶ ὄνου εἰς Ἱεροσόλυμα προσαρμοζομένη εἰς τὰ βάϊα.

βακέττα (η)

δέρμα βοδινό με το οποίο κατασκευάζονται τα συνήθη γυναικεία και ανδρικά παπούτσια καθημερινής χρήσης.

βάκρα

Βάκρα /ἡ/ (Ἀ.Τ. βάκρ) = διακριτικὸν ὄνομα προβατίνας.

βάκχαρη

το φυτό βάκχαρις, άλλως άσαρον=νάρδος η αγριά Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

βαλαντώνω

Στενοχωρώ -μαι. Το χρησιμοποιούμε πολύ (χωρίς να είναι δικό μας. Ίσως από το αρχαίο βαλ(λ)άντιον. Η γραφή με δύο λλ, νεότερη. Ο Μπαμπινιώτης πιθανολογεί “Η σημασιολογική μεταβολή της λέξης, οφείλεται στη στενοχώρια που προκαλούν οι οικονομικές δυσχέρειες, δηλ. η έλλειψη βαλλαντίου.”. Στα Επτάνησα πάντως έχει ευρύτερη σημασία αν κρίνουμε από . . . Περισσότερα

βαλαώρα (η)

ογκώδες φορτίο. “Φόρτωσε το κάρρο με σανό, κι έχει μια βαλαώρα…, φοβάμαι μήπως μπατάρει”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαλαώρα /ἡ/ (Ἰ. vallore) = ὄγκος ἢ ὕψος φορτίου, ποσότης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαλτζαμί (το) και βαρτζαμί

ορθότερα βαρτζαμί (Ιτ. barzamino). Ποικιλία μαύρου μικρόρογου σταφυλιού οινοποιήσιμου, που καλλιεργούνταν σε μεγάλη έκταση στη Λευκάδα. Είναι το κατ΄ εξοχίν λευκαδιτικο σταφύλι,που πιθανότατα έφεραν εδώ οι Βενετσάνοι, όταν κατάλαβαν το νησί το 1684 (έμειναν μέχρι το 1797). Η ποικιλία βαρτζαμί καλλιεργείται και σήμερα στη Β. Ιταλία, περιοχές Πάντοβας – Βενετίας . . . Περισσότερα

βάλτος

Βάλτος /ὁ/ (Σλ. Bόλτο, Ἀλ. bάλτι -α, bάλjτε -α) = λάσπη, πηλός, ἔδαφος πολτῶδες, τέλμα.

βαλτώνω

βυθίζομαι σε βαλτώδες έδαφος μτφ περιέρχομαι σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση. “Εβάλτωσα στα χρέη”, “βαλτώσαμε” = είμαστε σε αδιέξοδο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαλτώνω (Σλ. Bόλτο, Ἀλ. bάλτι -α, bάλjτε -α) = βυθίζομαι εἰς τέλμα, ἐμπίπτω εἰς βόρβορον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαμμένος -η -ο

ο φαντασμένος, ο πικρόχολος, ο αιμοβόρος. “Είναι βαμμένος άνθρωπος και αγύριστο κεφάλι” βαμμένα χαρακτηρίζονται τα γεωργικά εργαλεία κ.α. σιδερικά, που, αφού τα πυράκτωναν καλά στο καμίνι οι σιδηρουργοί (χάβροι), τα εβάπτιζαν κατόπιν σε κρύο νερό για να ατσαλώσουν (=σκληρύνουν). το βάψιμο των εργαλείων παλιότερα λεγόταν και βούλωμα (το).

βάντακα (η)

στίβα ρούχων για πλύσιμο ή και πλυμένων ακόμα. “Έχω μια βάντακα σκουτιά για πλύσιμο, θα βραδιάσω” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαντάκα /ἡ/ (Ἰ. vandaggio) = δέμα λευχειματίων (ἀσπρορρούχων) πρὸς πλῦσιν ἢ μόλις πλυθέντων. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βαντάκα = στιβάδα ρούχων πρό, ἤ μετά τό . . . Περισσότερα

βαντακιάζω

κάνω βαντάκα: τυλίγω τα ρούχα που έχω να πλύνω ή εκείνα που έπλυνα σ΄ ένα μεγάλο ρούχο, πχ σεντόνι, και τα δένω σταυρωτά ήγουν τα βαντακιάζω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαντακιάζω (Ἰ. vandaggio) = στοιβάζω, περιτυλίγω εἰς δέμα ἀσπρόρρουχα προσφάτως πλυθέντα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

βαντιέρα (η)

δίσκος σπιτικός για σερβίρισμα, κυρίως, αλλά και για άλλες ποικίλες χρήσεις Στη βαντιέρα βάνουν τα κεριά και το στεφανοσκέπασμα του γάμου, την ημέρα του μυστηρίου στην βαντιέρα μετρούσαν τα χρήματα, που τυχόν έπαιρνε για προίκα μια νέα, κι αυτό γινόταν πριν από το στεφάνωμα ενώπιον όλων των παρευρισκομένων. Στη βαντιέρα . . . Περισσότερα

βαρ(υ)γομάω

βαρυγομάω έχω παράπονο, αγανακτώ, δυσφορώ: “Μη μου βαρ΄γομάς” – “Έχω μεγάλη βαρ΄γόμια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βαρ(υ)γομάω (βαρὺς-γομόω, γνώμη;) = παραπονοῦμαι, δυσφορῶ κατά τινος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Βαργομάω (βαρυγνωμῶ) βαρυθυμῶ. φρ. νὰ μὴ βαργωμήσῃς – Ἂ᾿ δὲν ἔρτῃς θὰ βαργωμήσω. Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

βάραγγας (ο)

η κλίση του εδάφους, τέτοια που να κρατάει ολοχρονίς πολλά νερά. (αρχ. φάραγξ: φαράγγι, φάραγγας) – Λόμπος, λάκκος. Ο βάραγγας χρησίμευε κυρίως στο πότισμα των ζώων καθ΄ οδόν προς τα κτήματα ή στην επιστροφή, αλλά και για το φκιάσιμο ορισμένων φυτοφαρμάκων επί τόπου, πχ το χαλκό για ράντισμα. Λεξικό του . . . Περισσότερα

βαραμέντε ή βεραμέντε (επιρρ)

αλήθεια, πράγματι. Συχνά λέγεται και ειρωνικά: “Βαραμέντε μη δε πάρομε ποσσέσο;”, δηλ κατοχή. “Ναι, βαραμέντε μη χάσομε … το γαμπρό; χαρά στονε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βεραμέντε καί βαραμέντε /ἐπίρ./ (Ἰ. veramente) = ἀληθῶς, τῷ ὄντι, ἐν τοσούτῳ, μάλιστα, ἀλλά. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Στ΄ αλήθεια. . . . Περισσότερα