βέκιος -α -ο
ο γέροντας, ο παλαιός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βέκιος -α -ο (Ἰ. vecchio) = γέρων, ἀμβλύων, τυφλός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο γέροντας, ο παλαιός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βέκιος -α -ο (Ἰ. vecchio) = γέρων, ἀμβλύων, τυφλός.