Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαγιάζω

ησυχάζω, έπειτα από μόχθο, “τα μαζεύω”.
Φράσεις: “ο σκύλος είχε λαγιάσει στο κατώι, κι οι κλέφτες κατάφεραν ν΄ ανοίξουν την πόρτα” – “Μας έπιασε δυνατό δρολάπι και λαγιάσαμε κάτω από ένα θεόρατο σκοίνο” – “ο λαγός είχε λαγιάσει διπλωμένος σ΄ ένα γούπατο“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λαγ(ι)άζω (Ἰ. laccio) = συλλαμβάνω, βάζω στὸ χέρι. «ἄειντε μωρὲ καὶ σὰ λαγιάσω βλέπεις», (λαγαρὸς) = ἠρεμῶ, γαληνεύω, χαυνοῦμαι, συστέλλομαι ἐν σιωπῇ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Λαγιάζω, § ἡσυχάζω, κοιμῶμαι ἐλαφρότατον ὕπνον.

Σημ. Οἱ Κρῆτες λέγουσι λαγάζω (Φιλιστ. Δ΄. 518), οἱ δὲ Μήλιοι λαγοκοιμοῦμαι ἤτοι κοιμοῦμαι μὲ ἀνοικτοὺς ὀφθαλμούς, ὡς τὸν λαγὸν (ἐφ. Φιλομ. σ. 772) ἐκ τούτου γίνεται προφανὴς ἡ τῆς λ. παραγωγὴ ἐκ τοῦ λαγώς.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.