λάβα (η)
- τρόμος, φόβος. Φράση: “Επ΄τα απ΄ αυτό που έπαθα επήρα λάβα”.
- υπερβολική ζέστα. Φράση: “Έχει λάβα σήμερα ανυπόφορη” – “Έκαμε λάβα και έκαψε τα σπαρτά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λάβα /ἡ/ (λάβρως, Ἰ. lava) = φόβος, τρόμος, φοβία (συνεπείᾳ παθήματος).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης