λαγαρίζω – λαγάρω
το νερό που σιγά σιγά κατακαθίζει και γίνεται καθαρό, διαυγές.
Μεταφορικά = γίνεται διαυγής η σκέψη μας. “Ξεκουράστηκα, κοιμήθηκα και λαγάρισε το μυαλό μου”.
Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, ΙΙ, στ. 736 “Να ο αμπελώνας γύρα μου / που οι ρώγες του ελαγάριζαν / στην πάγρα βυθισμένες”.
Σε χειρόγραφο γιατροσόφι διαβάζομε: “Περί φωτιά που να καγεί ο άνθρωπος. Χρυσόξυλο φύλλα κοπάνισε και βγάλε ζουμόν και λάδι και βαλ΄ εις ένα αγγείον εις τον ήλιον ως να λαγαρίσει. Ύστερα κοπάνισε τα φύλλα κυπαρίσσι και πεπέρι μαύρο. Ανακάτωσέ το αντάμα και βάλ΄τα εις τον ήλιον τρεις ημέρες, να αλείφεις τον πόνον”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 67/1).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαγαρίζω (λαγαρός, λαγγαρίζω) = γίνομαι διαυγὴς διὰ κατακαθίσεως τῆς θολότητος, ξεκαθαρίζω διὰ τοῦ χρόνου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης