λαβαμάς ή λαβαμάνο
τραπεζάκι με μεγάλη κυκλική τρύπα στη μέση όπου ταίριαζαν τη λεκάνη για πλύσιμο. Πάνω από το λαβομάνο κρεμούσαν τσίγκινη βρύση. Ανήκει στην εποχή που οι κάτοικοι της Χώρας υδρεύονταν από τις “βλύχες” – πηγάδια για πλύσιμο. Στα χωριά ελάχιστοι χρησιμοποιούσαν λαβαμά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαβαμᾶς καὶ Λαβαμάνο /ὁ/ (Ἰ. lavamare) = νιπτήρ, τὸ εἰδικὸν τραπέζι ὅπου ἐτοποθετεῖται ἡ λεκάνη καὶ ἡ ὑδροχόη διὰ νίψιμον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης