Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Λ

λάμια (η)

Η αρχαία παράδοση θέλει τη λάμια σαν αιμοβόρο τεράστιο τέρας με μορφή γυναικός. Ο απόηχος της έφτασε ως εμάς με μεταφορική σημασία = γυναίκα κακούργα και άσκημη”. Λέμε μάλιστα τη φράση: “Αυτή δεν είναι γυναίκα, είναι λάμια. Θεός φυλάξοι”. Οι ψαράδες του νησιού λένε λάμιες τα μεγάλα ψάρια, όπως τους καρχαρίες . . . Περισσότερα

λαμνί (το)

ο σωρός του σιταριού στο αλώνι, μετά το ανέμισμα, σε σχήμα παραλληλόγραμμο. Το λαμνί μεταβάλλεται κατόπιν σε σχήμα κώνου, το λεγόμενο “σωρό”. Το σωρό τον “σταυρώνουν” έπειτα με ένα αλωνόφκιαρο, από πάνω προς τα κάτω, και τέλος το μπήγουν στην κορυφή του σωρού. Λαμνί λένε και το σωρό της σταφίδας. . . . Περισσότερα

λαμπαδιάζω

βγάζω φλόγες, καίομαι, θερμαίνομαι υπερβολικά. Φράση: “Πήραν φωτιά τα ρούχα του και λαμπάδιασε, από λίγο τον γλυτώσανε” – “Άφησες την κατσαρόλα με λίγο νερό και λαμπαδιάστηκε. Κάηκε το φαΐ μας” – Ελαμπαδιάστηκε ο τόπος από το λιοπύρι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαμπαδιάζω (λαμπὰς) = πυρπολοῦμαι, ἀναπέμπω . . . Περισσότερα

λαμπάζω

νιώθω αιφνιδιαστικά φόβο. Φράση: “Χριστιανέ μου, με λάμπαξες με τις φωνές σου” – “Οι μασκαράδες ελάμπαξαν το παιδί και δεν μπορεί να συνέρθει…” – “Επερνούσα από το νεκροταφείο, νύχτα, και όπως πέρασε από δίπλα μου ένα σκυλί ελάμπαξα”. Επίσης υπάρχει η πρόληψη, ότι άμα περάσεις μεσημέρι ή βράδυ από σταυροδρόμι, . . . Περισσότερα

λαμπάντες

καθαρός, διαφανής, διαυγής. Το λέμε για υγρά: λάδι, κρασί, νερό. – “Έχω λάδι λαμπάντε”. μεταφορικά = αθώος, άσπιλος. “Εβγήκα λάδι, λαμπάντες, στο δικαστήριο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λα(μ)πάντε(ς) /τὸ, ὁ/(λάμπω, Ἰ. lampante, Π. Τ. λεπάνdα) = διαυγής, καθαρός, γνήσιος, ἀθῷος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λάμπαρδα (τα)

Οι φωτιές που ανάβουν στις 23 Ιουνίου, παραμονή του Αγ. Ιωάννη Προδρόμου το Γεννέσιο ή τ΄ άι-Γιαννιού του Ριγανά. Γι΄ αυτό οι φωτιές λέγονται: “τ΄ άι-Γιαννιού τα Λάμπαρδα”. Ανάβουν φωτιές στις απλωσιές των γειτονιών, σε πλατείες, αδειές κλπ και πηδούν όλοι -γυναίκες, παιδιά, άντρες- “για το καλό”. Οι κοπελιές πηδώντας . . . Περισσότερα

Λαμπαρδάρ(η)ς

Λαμπαρδάρ(η)ς /ὁ/ («λάμπαρδα») = ἐπίθετον τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ τοῦ ἑορταζομένου τὴν 24 Ἰουνίου (λόγῳ τῶν ἀφ᾿ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς ἀναπτομένων ἑορταστικῶν πυρῶν).

λαμπαρδίκα (η)

φωτιά θαμνώδης με πολλές και ψιλές γλώσσες. “Είμαστε παγωμένοι από το κρύο, αλλά ανάψαμε μια λαμπαρδίκα με φρύγανα και ζεσταθήκαμε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαμπαρδίκα /ἡ/ (βλ. λ. λάμπαρδα) = φλὸξ ἀναπηδῶσα εἰς ὕψος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Λαμπαρδίκα = μεγάλη φλόγα φωτιᾶς. Το Γλωσσάρι . . . Περισσότερα

λάμπασμα (το)

το αποτέλεσμα του λαμπάζω. φρ.: “Τέτοιο λάμπασμα δεν το ξανάπαθα”. Φάντασμα, ξωτικό: “Να φυλάγεσαι από τα λαμπάσματα τα μεσημέρια του Αυγούστου και τις νύχτες του καλοκαιριού”. Άνθρωπος αδύνατος, έπειτα από αρρώστια ή άλλα δεινά: “Πως κατάντησε έτσι ο καημένος! Σωστό λάμπασμα!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Από . . . Περισσότερα

λάμπενα (η)

το ψάρι λαμπόρδα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λάμπενα /ἡ/ (Ἰ. lambena) = ὁ ἰχθῦς λαμπόρδα, ἢ φυκίς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λαμπέρδα

Λαμπέρδα /ἡ/ (Ἀλ. λjαπερδί-α) = τὸ γεννητικὸν μόριον τοῦ ἀνδρός, τὸ πέος.

λαμπίκος (ο)

αποστακτήρας, συσκευή πρωτόγονη για την απόσταξη κρασιού και εξαγωγή τσίπουρου (ρακής). Αποτελείται από 3 μέρη: α) το ρακοκάζανο, β) το λουλά και γ) την κάδη (με το νερό).  Στο καζάνι μέσα βάνουν άστυφτα τσίπουρα και από κάτω του βάζουν φωτιά. Οι αλκοολούχοι υδρατμοί περνούν απ΄ το σπειροειδή λουλά (=χαλκοσωλήνα) που . . . Περισσότερα

λαμπόρδα (η)

το ψάρι λιχία. Ανήκει στο γένος των ακανθοπτέρυγων της οικογένειας των σκουμπριδών. Είναι παλκουτσωτό, όπως η λέτσα. λέγεται σκωπτικά για τις πεταχτούλες γυναίκες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαμπόρδα /ἡ/ (Ἰ. lampreda) = εἶδος τοῦ ἰχθύος λιχία ἡ γλαυκή, λάβρος ἡ φυκίς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λάνα (η)

μάλλινο νήμα πολυτελείας. Μάλλινο χρωματιστό γαϊτάνι, αλλά και ύφασμα και ομώνυμο φουστάνι της Λευκαδίτικης λαϊκής φορεσιάς. Η λάνα πολλές φορές έμπαινε στη θέση διακοσμητικού γαϊτανιού, στα παλιά φορέματα. Σε προικοσύμφωνο του συμβολαιογράφου Ι. Κατηφόρη διαβάζομε: “Δύο φορέματα, αρματωμένα με λάμα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λάνα /ἡ/ . . . Περισσότερα

λανάρι ή λωνάρι (το)

ξυλόχτενο με μεγάλα όρθια καρφιά σε σχήμα φαρασιού, με πλατεία χειρολαβή, στη μέσα επιφάνεια του οποίου προβάλλουν μυτερά καρφιά μήκους 0,80 εκ. περίπου. Με το λωνάρι κάμουν το ξελίνισμα στο λινάρι, δηλ. καθαρίζουν το μαγλανισμένο λινάρι από τα λινόξυλα. Η γυναίκα που λωναρίζει είναι καθιστή με τα πόδια κατευθείαν μπροστά. . . . Περισσότερα

λάντζα (η)

μείγμα άμμου και ασβέστη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λά(ν)τζα /ἡ/ (Ἰ. lago-gia) = ὁ πολτὸς ἄμμου καὶ ἀσβέστου διὰ κτίσιμον, ἡ λάσμπη τοῦ κτισίματος, ὁ πηλός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λάντζα (ἡ): ἐπίχρισμα, κονίαμα, (ΙΤ. lanciare).[1] [1]  Στήν οἰκοδομική πιθανόν νά προέρχεται ἀπό τήν ἰταλική αὐτή . . . Περισσότερα

λάντζες (οι)

(πιθανώτατα) τα επιχρυσωμένα ξύλινα πλαίσια που βρίσκονται στην “ουρανία” του Ι.Ναού κα περιβάλλουν τις μεγάλες ελαιογραφίες που υπάρχουν εκεί.

λαντζούνα (η)

η κνήμη, η γάμπα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λα(ν)τζοῦνα /ἡ/ (Ἰ. la ansa) = τὸ γαστροκνήμιον, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λαντζούνι (το) ή λάντζα (η)

βάρκα καραβιού, η μεγαλύτερη, που κινούνταν με κουπιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λα(ν)τζοῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. lancia) = ἐφόλκιον, βάρκα, βαρκοῦλα: «καράβι βγαίνει ἀπὸ τὴ Χιό, μὲ τὰ λαντζούνια του τὰ δυό». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Λαντζούνι = γυμνή καί ἀδύνατη κνήμη. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα

λαντζώνω

χτίζω με λάντζα, ή επιχρίω με λάντζα σε τοίχο οικοδομής ή μάντρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λα(ν)τζώνω («λάντζα») = ἐπιθέτω λάσπην οἰκοδομῆς, ἐπιχρίω διὰ λάσπης, ρυπαίνω μἐ πηλόν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λαντζώνω: ἐπιχρίω. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

λάντσα

Λάντσα /ἡ/ (Ἰ. lago-gia) = πολτὸς ἄμμου καὶ ἀσβέστου διὰ κτίσιμον, λάσπη τοῦ κτισίματος, (Ἰ. lancia) = λέμβος, βάρκα, λόγχη.

λαντσετιά (η)

κέντρισμα με οξύ όργανο, σουβλισά Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαντσετιὰ /ἡ/ (Ἰ. lancia-ata) = λογχισμός, νυγμός, σουβλιά. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

λαο(υ)ρέντες

Λαο(υ)ρέντες /ὁ/ (Ἰ. lavorente) = βοηθὸς τεχνίτου (ἰδίᾳ κτίστου), ἀνειδίκευτος ἐργάτης. λαορέντες / λαουρέντες Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λαο(υ)ρέντες (ὁ): ἐργάτης χειρώναξ, οἰκοδόμος βοηθός, (BEN. laorante, IT. lavorante). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

λαορέντες (ο)

ο εργάτης οικοδομών, ο βοηθός του κτίστη, αυτός που φκιάνει τη λάντζα οικοδομής και τη μεταφέρει με τενεκέ στους ώμους του.

λαόρκος (ο)

άσπρο σταφύλι εντόπιας παραγωγής, επιτραπέζιο, χοντρόρατο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Λαόρκος /ὁ/ (Ἰ. largo) = ποικιλία ἐγχωρίας λευκῆς σταφυλῆς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης