λ(ι)θιὰ
Λ(ι)θιὰ /ἡ/ (λίθος) = ξηρότοιχος ἄνευ συνδετικῆς ὕλης ἐκ μονῆς κατὰ τὸ πλεῖστον σειρᾶς ἐπαλλήλων λίθων πρὸς ὑποβάστασιν χωμάτων εἰς πρανῆ, ὁροθέτησιν κτημάτων κ.τ.τ.
λιθιὰ / λθιὰ
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λιθιά (ἡ): ξηρότοιχος χωρίς συνδετική ὕλη κυρίως γιά τά πρανῆ καί τήν ὁριοθέτηση κτημάτων.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Λιθιὰ § περίφραγμα ἐκ λίθων.
Σημ. ἐκ τοῦ λίθιος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
ξηρότοιχος χωρίς συνθετική ύλη, από μονή κατά το πλέιστον σειρά επάλληλων λίθων
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας