Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λ(η)τρουβιάρ(η)ς

Λ(η)τρουβιάρ(η)ς καί λ(ι)τρουβιάρης /ὁ/ = ἐλαιοτρίβης, ἐργάτης ἐλαιοτριβείου.
λητρουβιάρς / λητρουβιάρης / λιτρουβιάρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.