λαγήνα ή λαήνα ή στάμνα και λαγίνα
πήλινο σκεύος με κοντόπλατο λαιμό που το χρησιμοποιούν για αποθήκευση νερού ή κρασιού. Συχνά όμως έβαναν και άλλα είδη όπως τυρί, πληγούρι, πετιμέζι, λάδι. Συνήθως οι λαγήνες είχαν και καπάκι. Όλες οι λαγήνες επίσης είναι αλειμμένες με κιτρινόφαιη αδιάβροχη αλοιφή, εκτός από κείνες που προορίζονταν για νερό.
Σαν παλιό παραδοσιακό σκεύος το συναντάμε σε πλήθος καταγραφών:
1772, Νο 164: “σταμνί με ολίγο λάδι μέσα”.
1702, Νο 89: “Ένα παλιόσταμνο με πληγούρι και δυο νερολαγήνες παλιές”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λα(γ)ήνα /ἡ/ = λάγηνος, πηλίνη ὑδρία, λαγῆνι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λαγίνα = πήλινο μακρόστενο μικρό πυθάρι.