ζόχος (ο)
το φαγώσιμο και θεραπευτικό αγριολάχανο, κυρίως για λαχανόπιτες.
Γιατροσόφι: “Οποιανού πονούν τα γόνατα και τα νεφρά … Βράσε ζόχον με κρασί έως να μείνει το τρίτον και τότε κοπάνισε τρία σπυριά πιπέρι, ριξ΄ τα μέσα και ας πίνει. (Λαϊκή Ιατρική της Λευκάδας, σελ 72).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζόχος /ὁ/ = τὸ ἐδώδιμον χόρτον σόγχος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης