Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζουρλοκαμπίερης -ρω

ο επιπόλαιος, ο άστατος, ο τρελλάκιας.
“Μωρή ζουρλοκαμπίερω, που γυρίζεις, μαρή;”. Την ίδια περίπου σημασία έχει και η λέξη ζουρλοπαντιέρας – ρω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζουρλοκαμπιέρης -ω (β.λ. ζουρλὸς – Ἰ. campio -ere) = ἐπιπόλαιος, τρελλάκιας.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.