Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζούπα (η)

πρόχειρο βραδινό φαγητό με πυρωμένες στη φωτιά φέτες ψωμιού, (πωμάδες), διαποτισμένες με κρασί. Στις πωμάδες βάνουν και λάδι, πριν ρίξουν το κρασί. Το καλύτερο συνοδευτικό της ζούπας είναι το τυρί, για όποιον έχει …
Η λέξη λέγεται και κρασόζουπα και ζουπάτα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζοῦπα /ἡ/ (Ἰ. zuppa) = τεμάχια ἄρτου ἐμβεβαπτισμένα εἰς ζωμὸν ἢ οἶνον «κρασόζ(ου)πα».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ζούπα = πυρομάδες καψαλισμένες στή φωτιά πασπαλισμένες μέ λάδι καί μέ πολύ κρασί, συνήθως βουτηγμένες μέσα σ᾿ αὐτό.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Το πρωινό του Καρσάνου δουλευτή ήταν μια καλή φέτα ψωμί (κρίθινο συνήθως) ψημένη στη γωνιά (πυρωμάδα) ποτισμένη με μπρούσκ κρασί (λάγκερο) σε βαθύ κεραμιδένιο πιάτο με την προσθήκη λαδιού. Ήταν η ζούπα που τον κράταγε δυνατό μέχρι το γιόμα.
Ο Κοντομίχης την χαρακτηρίζει “βραδυνό φαγητό”. Εγώ την ξέρω για πρωινό αφπύ οι ρίζες του είναι στο λεγόμενο “ακράτισμα” των αρχαίων. Η άποψη του Κοντομίχη, έχει βάση στα μοναστήρια, όπου “ο Κελαρίτης διανέμει άρτο και κρασοβόλιον” οίνου (μερίδα οίνου) ως εσπερινή ευλογία των μοναχών. Παλαιότερα τούτο αποτελούσε και τη μοναδική τροφή της εσπέρας” (Κυριακίδης, Το νόημα της ευφροσύνης …, σελ. 180).
Ετυμολογικά η λέξη “ζούπα”, όπως δείχνει,  σχετίζεται με το μεταβατικό ζουπάω ή ζουπίζω, που θα πει πιέζω, ζουλάω (όπως γίνεται με την πυρωμάδα στο πιάτο με το κρασί). με το φαινόμενο του “μεταπλασμού” κατά το συνώνυμο ζουλώ, λέγει ο Μπαμπινιώτης, που σχετίζεται με το αρχ. δι-οπίζω (οπός=χυμός)=αποχυμώνω κ.λπ.
Αυτούσια όμως η λέξη “ζούπα” βρίσκεται στα ιταλικά ως ουσιαστικό θηλυκό zuppa, η οποία με τη φράση: nel vino σημαίνει μουσκεύω, βρέχω στο κρασί (λεξ. Mandeson). Σ΄ αυτή τη λέξη παραπέμπει και ο Λάζαρης, σωστά. Πρόκειται σαφώς για δάνειο της ιταλικής.
Τέλος και ο Σκαρλάτος, ζουπίζω από το εξ-οπίζω.
Γενικά ήταν το πρωινό των αρχαίων και των βυζαντινών ΄συμφωνα με αναφορές των Φαίδωνα Κουκουλέ (Βυζαντινών βίος και πολιτισμός), Χρ. Μότσι (Τι έτρωγαν οι αρχαίοι Έλληνες / Το έτρωγαν οι Βυζαντινοί), Δημητράκου, Σταματάκου, Liddle-Scott, Θεοδοσίου Βενιζέλου (Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων) κ.λπ
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η δική μας ζούπα είναι πρωινό έδεσμα περόμοιο με το ακράτισμα των προγόνων μας.

Λαογραφικά, ΗΧΩ της Λευκάδας – Δημ. Κατωπόδης


Ζούπα, η: (ρ. ζουπάω-ώ =αποχυμώνω, δια + οπίζω, οπός = χυμός) = Ψωμί βουτηγμένο σε ζεσταμένο κρασί, το κατ’ εξοχήν πρωινό των χωρικών της Λευκάδος. Κατ’ άλλη εκδοχή εκ του ρ. ζέω (ζέννυμι), ζέσμα, ζέμα, ζουμί, (Ομηρικόν λεξικό, Ι. Πανταζίδη).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.