Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζούζ(ου)λο (το)

ζούζουλο, ζούζλο
ξωτικό, φάντασμα, άβουλο ον.
Στον άνθρωπο – αφελής, ανόητος.
Φράση: “Μα τέτοιο ζούζ΄λο είσαι;” με απάντηση: “Εσύ είσαι ζούζ΄λο και παράζουζ΄λο”.βλέπε και λέξη ζούδιο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζούζ(ου)λο /τὸ/ (ζαλόεις, Σ. ζούζελy) = εἰδεχθής, δύσμορφος, ἀποκρουστικός, σκιάχτρο.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ζούζουλο § συνών. τοῦ ζούδιο (ὅπερ ἰδέ).

Σημ. ἡ λέξις ΚΝ. Φαίνεται συγγενὴς τῇ τοῦ Ἡσυχίου Ζοῦον (ἰδ. Ζούδιο) ὁ δὲ Βλάχος γράφει «Ζουγλὸς =  χωλός, κολοβός»· οἱ δὲ Μήλιοι Ζουλὸν λέγουσι τὴν Αἶγα (Ἐφ. Φιλομαθ. σ. 2524).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.