ζυγάραις
πιθανόν ἀπ΄ τήν λέξη ζυγά πού σημαίνει ζύγια, σταθμά, ζυγάραις μπερτουέλλαις = μεντεσέδες μέ τό ζύγι.*
*ζυγαριά: ὄργανο μέ τό ὁποῖο μετροῦν τό βάρος ἑνός σώματος· ζυγός, ( μσν. ζυγαρέα μέ συνίζ. γιά ἀποφυγή τῆς χασμ. < *ζυγάρ(ιον) -έα > -ιά, ὑποκορ. τοῦ ἀρχ. ζυγ(ός) -άριον).
Πηγή: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica