Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Χ

χαψά (η)

η μπουκιά φαγητό “Εφάγαμε μια χαψά και φύβγαμε για τ΄ αμπέλι” – “Μόλις έφαγα μια χαψά” ή “μια χαψά ψωμί τρώω και μου τόβγανες από τη μύτη” Παροιμία: “Η πρώτη χαψά είναι ρουφιάνα / κι η δεύτερη πουτάνα” = με την έννοια ότι η πρώτη μπουκιά διεγείρει την όρεξη στους . . . Περισσότερα

χεζᾶς

Χεζᾶς /ὁ/ (χέω, χέζω) = ὁ πάσχων διάρροιαν ἐκ φόβου, ὀλιγόψυχος, δειλός.

χεζοβολιὸ

Χεζοβολιὸ /τὸ/ (χέω, χέζω-βολὴ) = συχνὴ ἀποπάτησις, διάρροια, εὐκοιλιότης.

χειμὸς

Χ(ει)μὸς /ὁ/ (χέω) = διάρροια, εὐκοιλιότης: «τὸν πάει χειμός».

χειμωνικό (το) και χυμονικὸ καί χιμονικὸ

το καρπούζι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χ(ει)μον(ι)κὸ /τὸ/ (χειμὼν) = ὑδροπέπων, καρποῦζι (κατὰ σύγχ. μὲ τὸ πεπόνι ποὺ διατηρεῖται μέχρι τοῦ χειμῶνος). Χ(ι)μον(ι)κὸ Χ(υ)μον(ι)κὸ /τὸ/ (χυμός;) = ὑδροπέπων, καρποῦζι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χελιδόνα (η)

εξάρτημα και μέρος του νερόμυλου. Είναι ένας σιδερένιος σταυρός, στην κορυφή του άξονα (αδράχτι) της φτερωτής. Πάνω στη χελιδόνα κάθεται εφαρμοστά το απάνω λιθάρι. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

χελιδονόχορτο ή χελιδόνιον (το)

το φυτό χελιδόνιον το κυάνειον ή γλαυκόν, άλλως δακτυλίτης. Έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Συνταγή λαϊκογιατρού Θεόφρ. Κατωπόδη από τον Πόρο λέγει: “Το χελιδόνιον είναι βασιλικόν βοτάνι. Το ζουμί του είναι ωφέλιμον με το να το βράσεις μέσα εις τέντζερο χαλκωματένιο με δαμάσκηνα και μέλι και να γίνεται ένα βασιλικόν ιατρικόν να . . . Περισσότερα

χελώνιον (το)

εξόγκωση των αδένων του λαιμού. Συνταγή: “Δια τα χελώνια. Βάλε αίρα τριμμένη και λινοκκόκι και του περιστεριού την κροπιά και τα τρία ισόμετρα και βράστα με κρασί έως να γένουν αλοιφή, και βάνε συχνά απάνω και χάνεται” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 91).

χεντερία η μικρή (η)

φυτό που φυτρώνει κοντά σε νερό και έχει ιαματικές ιδιότητες. “Η χεντερία η μικρή κοντά εις νερό και η ρίζα είναι μικρή και η σοφία του είναι ζεστή. Τα φύλλα κοπανισμένα ιατρεύει κάθε βάρεμα, ομοίως τε φουσκαλίδες …” ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, ελ. 82).

χέρα (η)

εξάρτημα του λιτρουβειού Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

χεράγρα

και χεραργία, κατά το ποδάγρα, ποδαγρία Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

χερακώνω

Χερακώνω (χείρ-ἱκάνω) = δράττομαι, ἀδράχνω, περικλείω ἐντὸς τῆς χειρός.

χέρι

Χέρ(ι) /τὸ/ = ἡ χείρ. «δό μ’ ἕνα χέρ» = «δός μου ὀλίγην βοήθειαν», (Ἀλ. χέρε-α) = φορά, ἐπανάληψις: «τὸ καθάρσιο τὸν πῆγε τρία χέρια».

χέρι-χέρι

γλήγορα, σύντομα “πάμε να τις μαζέψομε (τις ελιές) χέρι-χέρι, γιατί αύριο ο καιρός θα χαλάσει. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χἐρ(ι)-χέρι = διὰ τῆς συντόμου ἐναλλαγῆς τῶν χειρῶν, ταχέως, γρήγορα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χεριά (η)

μικρή ποσότητα πράγματος, όσην μπορεί να μαζέψει το ένα χέρι. “Μάζεψα μια χεριά λάχανα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χεριὰ /ἡ/ (χείρ -ία) = δράξ, ποσότης πράγματος ὅση δύναται νὰ κρατηθῇ διὰ τῆς μιᾶς χειρός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Από το αρχαίο χειρ (χέρι) έγινε . . . Περισσότερα

χερικό

Χερικό, § ἡ ἔναρξις τοῦ ἔργου. Π. ἔκαμα χερικὀ = ἤρχισα τὸ ἔργον. § τὸ τυχηρόν τινος κατὰ τὴν ἔναρξιν. Φ. καλὸ ἢ κακὸ χερικὸ = καλότυχος ἢ κακότυχος ἔναρξις. Οὕτω λέγομεν καὶ καλὸ ἢ κακὸ ποδιακὸ = καλότυχος ἢ κακότυχος ἔλευσίς τινος. ΚΝ.

χερόβολο (το)

μικρή ποσότητα θερισμένου σιταριού ή βρωμιού που μπορεί να χωρέσει στο χέρι ενός ανθρώπου Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χερόβολο /τὸ/ (χεὶρ-βάλλω) = μία δρὰξ θεριζομένου σίτου κ.τ.ὅ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Η γνωστή δέσμη από στάχυα, όσα χωράει το χέρι (χούφτα), που κόβει το . . . Περισσότερα

χεροκωλιὰ

Χεροκωλιὰ /ἡ/ (χεὶρ-κωλῆ) = πλῆγμα διὰ τῆς παλάμης εἰς τοὺς γλουτούς. Βλ και κωλιά.

χερολάβι (το)

Χερ(ου)λάβ(ι) /τὸ/ (χεὶρ-λαβή, έλαύνω;) = ἡ χειρολαβὴ τοῦ ξυλίνου ἀρότρου (χερουλάτης κατ’ Ἀρ. Βαλαωρίτην). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    βλ.   χερουλάτης και χερουλάδι

χερόξυλο

Χερόξ(υ)λο /τὸ/ (χεὶρ-ξῦλον) = ξῦλον εὔχρηστον διὰ τῆς μιᾶς χειρός.

χεροποδαροῦσα

Χεροποδαροῦσα /ἡ/ (χεὶρ-ποῦς) = ὡθισμὸς πρὸς τὰ κάτω εἰς συγκολυμβητὴν διὰ χειρῶν καὶ ποδῶν πρὸς ὀρθίαν κατάδυσιν.

χερουλάδι

Χερουλάδι = ἤ χερολάβι, ἡ χερολαβή τοῦ ἀρότρου. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Χερουλάδι § ἡ λαβὴ τοῦ ἀρότρου, ἣν οἱ Κρῆτες ὄχερην λέγ. (Φιλίστ. Δ΄. 509). Σημ. Παρὰ τοῖς ἀρχ. ἐλέγ. χειρολάβη καὶ χειρολαβίς. Ὁ Βυζ. παρ. αὐτήν. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου βλ. και χερουλάτης (ο) ή χερολάβι . . . Περισσότερα

χερουλάτης (ο)

η λαβή του ξύλινου, του Ησιόδειου, αλετριού ΒΑΛ., Φωτεινός, Α΄:”Ο χερουλάτης έφαγε τ΄ άχαρα δάχτυλά μου …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης   “Ο χερουλάτης, έφαγε ΄ άχαρα δάκτυλά μου” (Φωτεινός Α’ 3). Εξηγεί ο ίδιος ο Βαλαωρίτης: ” το μέρος του αρότρου το δια της χειρός . . . Περισσότερα

χερσάδα

άδεντρη και αφύτευτη έκταση Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

χίλια-μόδια

ευχή που δινόταν κατά την περίοδο του αλωνίσματος σε κείνους που αλώνιζαν ή επρόκειτο να αλωνίσουν. Κι αυτό είναι κατάλοιπο της εποχής που χρησιμοποιούσαν ως μέτρο βάρους το ρωμαϊκό μόδιο, χωρητικότητας 15 οκάδων. Το μόδι, ( ο μόδιος) ήταν ξύλινο μέτρο με σταυροειδή λαβή. Το “χίλια μόδια” έμεινε και ως . . . Περισσότερα