Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Χ

χιλιόποδο (το)

σκωληκοειδές ζωύφιο με πολλά πόδια, άλλως μαμούνι. Έχει ιαματικές ιδιότητες. Σε χργφ. γιατροσόφι, διαβάζομε: “Ετούτα τα μαμούνια τα λέγουσι χιλιόποδα και ευρίσκονται από κάτω εις τες πέτρες, και ωσάν πάρει η μέρα,, αυτά να τα μαζώξει κάμποσα, να τα ζουλήσει και να τα βάλει εις ένα ροδόφυλλο και να βάλει . . . Περισσότερα

χιλιόφυλλο (το)

το βοτάνι του κριού. Είναι από τα βότανα που χρησιμοποιούσαν οι κομπογιαννίτες γιατροί σε πολλές περιπτώσεις ασθενειών. “Κριός – Μάρτιος – το χιλιόφυλλον. Του κριού το βοτάνι είναι το χιλιόφυλλο. Τούτο έχει δύναμιν θαυμαστήν. Τον ζουμόν αυτού σμίξον αυτό μετά ροδελαίου. Όταν κυριεύει αυτό το ζώδιον και πληγήν θανάσιμον δια . . . Περισσότερα

Χιλιόχρονος

Αυτός που ζει χίλια χρόνια. Χρησιμοποιείται ως ευχή σε κάποιον που γιορτάζει.

χιονίστρα ή νεροκονίδα

η διόγκωση των δακτύλων του χεριού και ποδιού ή της μύτης και των αυτιών λόγω ψύξεως. Είδος κρυοπαγήματος. “έχω χιονίστρες στα πόδια”

χλαλοή

«Τί, θρῶς ποῦ γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα» (σελ. 287, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ). όχλοβοή

χλεμπόνα (η)

αρρωστημένη γυναίκα, κίτρινη από ελονοσία ή άλλη ασθένεια “Είναι χλεμπονιάρω, ο,τι κι αρρωστάει” χλεμπονιάζω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χλεμπόνα /ἡ/ (χλόη-πονέω; Σ. χλὲb) = πρασινοκίτρινη, ἀρρωστιάρα, ἑλοπαθής, «χαμένο ψωμί». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χλεμπόνα § τὰ πολλὰ ὥριμον ἀγγούριον καὶ ἑπομένως κύτρινο. ΚΝ. Σύλλαβος – . . . Περισσότερα

χλεμπονιάζω

Χλεμπονιάζω (χλόη-πονέω; Σ. χλὲb) = πρασινοκιτρινίζω ἀπὸ ἑλονοσίαν, γίνομαι νωθρὸς καὶ ἀδρανής. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χλεμπονιάζω § Μέσ. εἰμὶ κύτρινος, ὡς ἡ χλεμπόνα, ἑπομένως καχεκτικός. Ἐκ τούτου καὶ χλεμπονιάρης = ὁ ἀρρωστιάρης. Σημ. Περὶ τῆς καταλ. –άρης ἰδ. ᾿Ξυπολιάρης. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου καί  χλεμπόνα (η)

χλεμπονιάρω

“Είναι χλεμπονιάρω, ο,τι κι αρρωστάει” βλ. χλεμπόνα (η)  χλεμπονιάρης και χλεμπονιασμένος χλεμπονιάζω

χλέπα

Χλέπα /ἡ/ (Ἰ. qleba, Σ. χλὲb-ὰκ) = ἀνώμαλον ὑπόλειμμα ἄρτου, πήλινον δοχεῖον ραγισμένον.

χλημητίζω

Χλημητίζω § λέγεται ἐπὶ τῶν ἵππων, ὅταν ἀναφωνῶσιν. ΚΝ. Σημ. Αὐτὸ τὸ ἀρχαῖον χρεμετίζω (Σύλλ. 7).

χλιαίνω

ζεσταίνω ελαφρά το νερό. Δημ. τραγ.: “Βάλτε να χλιάνει το νερό και φέρτε το σκαφίδι / φέρτε μεσάλι καθαρό και κόκκινο μαντήλι / και φέρτε μεξόσητα κι αλεύρι σιμιγδάλι / για ν΄  αναπιάσομε κι εμείς της νύφης το προζύμι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χλιαίνω (χλίω) = . . . Περισσότερα

χλιατζώνω

Χλιατζώνω (ἠχητ. χυλός, χυτλόῳ) = ἐπαλείφω μὲ βόρβορον ἢ ἄλλην παχύρρευστον ἀκαθαρσίαν.

χλιβερὸς -ὴ -ὸ

Χλιβερὸς -ὴ -ὸ (θλίβω) = θλιβερός, λυπημένος, ἀτυχής, συμπαθής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χλιβερὸς § θλιβερός, δυστυχής. Ἐκ τούτου καὶ ἐπίρρ. χλιβερά. Π. θέλω νὰ κλάψω χλιβερὰ καὶ παραπονεμένα. Σημ. Ἐκ τοῦ θλιβερὸς κατὰ τὰ Δωρ. ὄρνιχα ἀντὶ ὄρνιθα· χρῶνται δὲ τῇ λ. οἱ χωρ. Ὁ Βυζ. π. τὸν . . . Περισσότερα

χλίβομαι

Χλίβομαι = θλίβομαι, λυποῦμαι, δυσθυμῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Από μοιρολόι (Μεγανήσι) “Για κλάψετε να κλάψουμε, χλιφτήτε να χλιφτούμε να μάσουμε τα δάκρυα, να σούρει ένα ποτάμι. Να πάει κα΄ στη μαύρη γης, να πάει στο κάτου κόσμο για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιουν οι διψασμένοι κι αυτοί . . . Περισσότερα

χλιμάρα (η)

λύπη, πένθος, να λυπάται η ψυχή σου “Μην τα ρωτάς, είναι μια χλιμάρα!”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χλ(ι)μάρα /ἡ/ (θλίβω) = θλῖψις, λύπη, πένθος, κατήφεια, δυσθυμία. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χλιός -ά -ό

χλιαρός, λίγο ζεστός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χλιὸς -ὰ -ὸ (χλίω) = χλιαρός, μετρίως θερμός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χλίψη (η)

θλίψη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χλίψ(ι) /ἡ/ = θλῖψις, μελαγχολία, λύπη, δυσθυμία. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χλώρη (η) και χλώρα

ποικιλία επιτραπέζιου σταφυλιού λευκού Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χλώρα /ἡ/ (χλωρὸς) = ποικιλία λευκῆς ἐγχωρίου σταφυλῆς μὲ πρασινίζουσαν ἀπόχρωσιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χλώρα καί φλώρα = λευκό ἐπιτραπέζιο σταφύλι (ποικιλία σταφυλιοῦ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χνάρι, το

Χνάρι, το: το ίχνιον = σημείον ποδιού, ίχνος = βήμα, εκ του ρ. ιχνεύω, ανιχνεύω.

χνίπα ή σκνίπα (η)

“Είναι σκνίπα στο μεθύσι” – θόλωσε το μυαλό του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χνίπα /ἡ/ = σκνίψ, σκνίπα (κνέφας, γνόφος) = διάνοια συνεσκοτισμένη ἐκ μέθης, κατάστασις βαρείας μέθης. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χόβολη (η)

στάχτη ανακατεμένη με αναμμένα κάρβουνα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χόβολ(η) /ἡ/ (χοῦς-βάλλω, χοό-βολη, Ἰ. covile) = ἀνθρακιά, τέφρα μὲ ὑπολείμματα ἀναμμένων ἀνθράκων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χοιροβοσκός (ο)

βότανον κενταύριον το μέγα. Έχει ιαματικές ιδιότητες: “Το κενταύριον λέγεται και κοινά χοιροβοσκός. Η ρίζα του ωφελεί τους σπασμένους. Είναι δια τα κόκαλα τα τζακισμένα. Δια τον παλαιόν βήχα …”.

χολάτο (το)

τρυφερό βλαστάρι, εύρωστη καταπράσινη σπορά. “Χολάτα λάχανα” ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄:”Και τώρα που προβαίνει / σγουρό, χολάτο από τη γη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χολᾶτος -η -ο (χολὴ) = βαθυπράσινος, εὔβλαστος (ἐπὶ χόρτων καὶ φυτῶν). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χολάτος = εὔρωστος βλαστός, χολάτο σπαράγγι (τρυφερό . . . Περισσότερα

χολιάζω

θυμώνω, οργίζομαι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χολιά(ζ)ω (χολόω -ῶ) = ὀργίζομαι, θυμώνω, δυσαρεστοῦμαι (παθητικῶς). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης