χεζᾶς 23 Φεβ, 2017 Χ 0 Σχόλια 0 Χεζᾶς /ὁ/ (χέω, χέζω) = ὁ πάσχων διάρροιαν ἐκ φόβου, ὀλιγόψυχος, δειλός.