μυτίζω
Μυτίζω § Μέσ. Ἐνσκήπτω εἴ τι ἔργον ἢ πρᾶγμα μέχρι τῆς μύτης (τῆς ῥινός). Π. ἐμύτισε ’ς τὸ φαγί, ’ς τὸ γράψιμο κτλ. Φ. ἔπεσε μὲ τὴ μύτη = ἐπεδόθη ὁλοψύχως εἴς τι ἔργον. Ἐκ τούτου τὸ σύνθετον καταμυτίζω μὲ ἐνεργ. σημασ. = καταβάλλω. Π. τὸν κατεμύτισε = τὸν κατέβαλε· – εἶνε καταμυτισμένος = καταβεβλημένος.
Σημ. Ἐκ τοῦ μύτη, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ μυκτήρ (ἰδ. Εύσταθ. Ἰλ. Ν 616 καὶ Σύλλ. 9).