χερόξυλο 25 Φεβ, 2017 Χ 0 Σχόλια 0 Χερόξ(υ)λο /τὸ/ (χεὶρ-ξῦλον) = ξῦλον εὔχρηστον διὰ τῆς μιᾶς χειρός.