Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χερουλάτης (ο)

η λαβή του ξύλινου, του Ησιόδειου, αλετριού
ΒΑΛ., Φωτεινός, Α΄:”Ο χερουλάτης έφαγε τ΄ άχαρα δάχτυλά μου …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


 

“Ο χερουλάτης, έφαγε ΄ άχαρα δάκτυλά μου” (Φωτεινός Α’ 3).
Εξηγεί ο ίδιος ο Βαλαωρίτης: ” το μέρος του αρότρου το δια της χειρός κρατούμενον, δι ου ο γεωργός ελαύνει (οδηγεί) το άροτρον”. (Σημειώσεις, σελ. 363).
Από το χέρι και το ελαύνω. Τον τύπο (κατάληξης) -άτης, έχουν πολλά όπως ζευγολάτης, ποδηλάτης, κωπηλάτης και πλήθος άλλα.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


βλ. χερουλάβι και χερουλάδι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.